Η απόφαση της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ να διορίσει στην ηγεσία της κεντρικής τράπεζας τον Στουρνάρα, προφανώς κατ’ εντολή του Βερολίνου, ανέδειξε για μια ακόμη φορά το πρόβλημα της λεγόμενης ανεξαρτησίας ορισμένων θεσμών, τυπικά τεχνοκρατικών, που η σημασία τους όμως έχει αποδειχθεί νευραλγική κι εξόχως πολιτική. Η λεγόμενη ανεξαρτησία από την κυβέρνηση και την πολιτική εξουσία στην πραγματικότητα έχει μετατραπεί σε δούρειο ίππο για την απόσπαση από τον δημόσιο έλεγχο και στη συνέχεια την απ’ ευθείας υπαγωγή τους σε διεθνή κέντρα, κυρίως ευρωπαϊκά, κρίσιμων κέντρων λήψης αποφάσεων.
Όπως έγινε με την ηγεσία της Στατιστικής Αρχής και πιο πρόσφατα με την Γενική Γραμματεία Εσόδων. Η επιλογή του Γεωργίου και του Θεοχάρη αντίστοιχα συνέπεσε με την μετατροπή και των δύο αυτών υπηρεσιών σε τυφλά όργανα της Τρόικας. Η αλλοίωση των στοιχείων για το δημόσιο χρέος και το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2009 (με την πολύτιμη βοήθεια της Τράπεζας Ελλάδας) υπό την διοίκηση του Γεωργίου, που μέχρι πριν λίγο εργαζόταν στο ΔΝΤ, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην άφιξη της Τρόικας και την υπαγωγή στο Μνημόνιο. Για την Τρόικα δηλαδή δούλευε η Στατιστική Αρχή, διευκολύνοντας το σχέδιο που είχε προαποφασιστεί για να γίνει η Ελλάδα πειραματόζωο της χρεοκρατίας.
Για την Τρόικα δούλευε κι ο Θεοχάρης, όπως φάνηκε από την ανακοίνωση που εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκμεταλλευόμενος την θωράκιση που είχε εξασφαλιστεί για την συγκεκριμένη θέση στο πλαίσιο της Οικονομικής διακυβέρνησης. Το αστείο μάλιστα με τον επικεφαλής της Γενικής Γραμματείας Εσόδων ήταν πως μετά από ένα σημείο αποσπάστηκε ακόμη κι από την κυβέρνηση του Σαμαρά που τον διόρισε, υπηρετώντας την δική του ατζέντα.
Καπέλο στην κυβέρνηση ήταν κι η Μαρία Δαμανάκη από την θέση του επιτρόπου, όπου διορίστηκε το 2009 από τον Γιώργο Παπανδρέου. Η παρουσία της στις Βρυξέλλες ωστόσο δεν προκάλεσε συγκρούσεις λόγω του ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις όλα αυτά τα χρόνια υποτάσσονταν χωρίς αντιρρήσεις στις υποδείξεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Πιθανός όμως διορισμός της Ντόρας Μπακογιάννη στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή προς αντικατάσταση της Δαμανάκη θα λειτουργήσει σαν βαρίδι σε μια πιθανή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, επιτυγχάνοντας το ψαλίδισμα των πιο ριζοσπαστικών του θέσεων και την ταχεία προσαρμογή του στις επιταγές της ΕΕ.
Όπως ακριβώς θα συμβεί και με τον Στουρνάρα στην Τράπεζα Ελλάδας που από την εποχή του Σημίτη και της «ισχυρής Ελλάδας» αποτελεί σταθερά στην οικονομική πολιτική, προφανώς με αρνητικό πρόσημο. Ο διορισμός του επομένως στο κεντρικό πιστωτικό ίδρυμα από την κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου αποτέλεσε πρόκληση όχι μόνο γιατί δεν λάβαινε υπ’ όψη της τους πολιτικούς συσχετισμούς όπως αποτυπώθηκαν στις πρόσφατες εκλογές, που τυπικά έδιναν έναν παραπάνω λόγο στον ΣΥΡΙΖΑ να έχει άποψη για τον διάδοχο του Προβόπουλου, αλλά και για έναν επιπλέον λόγο: Επειδή έγινε εμφανές ότι ο Στουρνάρας, σε περίπτωση εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ, θα αποτελέσει αντίβαρο στην κυβέρνηση και μηχανισμό βίαιης προσαρμογής του. Υπ’ αυτό το πρίσμα η διαμαρτυρία του Α. Τσίπρα στον πρόεδρο της κεντρικής τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, ήταν άνευ ουσίας καθώς ο διορισμός του Στουρνάρα δεν έγινε μόνο με την σύμφωνη γνώμη της Φρανκφούρτης, αλλά και κατ’ εφαρμογήν των προβλέψεων της για την «ανεξαρτησία» των κεντρικών τραπεζών. Επομένως: ή αμφισβητείς τον θεσμό της «ανεξαρτησίας» και κατ’ επέκταση τον διορισμό Στουρνάρα ή …προσαρμόζεσαι.
Σε καμιά περίπτωση όμως δεν μπορείς να δηλώνεις πίστη και σεβασμό στον θεσμό της «ανεξαρτησίας», όπως έδειξε η επίσκεψη στον πρώην υπάλληλο της Γκόλντμαν Σακς, και ταυτόχρονα να αμφισβητείς τον διορισμό του Στουρνάρα. Άλλωστε, ο θεσμός της «ανεξαρτησίας», που σημαίνει στεγανοποίηση των θέσεων οικονομικής διαχείρισης από τον πολιτικό έλεγχο και την λαϊκή παρέμβαση, ψαλίδισμα επομένως της δημοκρατίας, έρχεται να διασφαλίσει την θωράκιση και την αδιατάρακτη συνέχεια της συντηρητικής πολιτικής ακριβώς σε τέτοιες περιόδους μετάβασης, που περιέχουν ένα ρίσκο ή απαιτούν μια περίοδο προσαρμογής.
Θωρακισμένο από τη Συνθήκη της
Λισαβόνας για όλα μέλη της ΕΕ κι όχι μόνο της ευρωζώνης το δημοκρατικό
άβατο στις κεντρικές τράπεζες
Στο νησί της Αφροδίτης οι σχέσεις πάθους της κυβέρνησης με την κεντρική τράπεζα δεν είναι κάτι συγκυριακό. Από την εποχή ακόμη της προεδρίας του Δημήτρη Χριστόφια, ο κεντρικός τραπεζίτης Θ. Ορφανίδης ήταν κόκκινο πανί για το προεδρικό μέγαρο. Οι σχέσεις τους ξεπέρασαν κάθε όριο τυπικότητας και εξελίχθηκαν σε δημόσιες προσβολές όταν ξέσπασε η κρίση το 2012 με τον κεντρικό τραπεζίτη να καταλογίζει στο ΑΚΕΛ ότι ευθύνεται γιατί την κατάρρευση των τραπεζών επειδή συναίνεσε στο PSIχωρίς να ζητήσει ανταλλάγματα για τις κυπριακές τράπεζες, ενώ από την μεριά του ο Χριστόφιας του καταλόγιζε χαλαρή εποπτεία των τραπεζών, ανεπάρκεια στην εκτέλεση των καθηκόντων του δηλαδή, με αποτέλεσμα να εμφανιστούν τα γνωστά φαινόμενα πιστωτικής υπερεπέκτασης. Εκεί που και οι δύο συμφωνούσαν ήταν όταν η μια πλευρά χρέωνε στην άλλη ευνοϊκή μεταχείριση της Λαϊκής Τράπεζας του Α. Βγενόπουλου…
Οι επίμονες προσπάθειες του ΑΚΕΛ να τον ανατρέψει έπεφταν στο κενό γιατί ο Ορφανίδης είχε το συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι της κυβέρνησης: ασκώντας της συνέχεια κριτική επειδή δεν έπαιρνε μέτρα λιτότητας η Φρανκφούρτη ποτέ δεν δίστασε να αποφασίσει με ποιανού το μέρος θα ταχθεί. Έτσι οι προσπάθειες του Χριστόφια δεν ευοδόθηκαν. Ο διάδοχός του όμως, Πανίκος Δημητριάδης, πέρασε πολύ χειρότερα καθώς στο τέλος αναγκάστηκε να παραιτηθεί κι έτσι τον Απρίλιο του 2014 ανέλαβε τα ηνία της κεντρικής τράπεζας η πρώην γενική ελέγκτρια της Κυπριακής Δημοκρατίας, Χρυστάλλα Γιωρκάτζη. Για να αναγκάσει όμως ο Ν. Αναστασιάδη τον Π. Δημητριάδη να παραιτηθεί τον παρέπεμψε ακόμη και στον γενικό εισαγγελέα, επικαλούμενος την αλλοίωση επίσημων στοιχείων που ως στόχο είχαν να εμφανίσουν μεγαλύτερες των πραγματικών τις ανάγκες των κυπριακών τραπεζών. Εκτίμηση που σήμαινε μεγαλύτερο δάνειο, βαθύτερη εξάρτηση από τους δανειστές. Ο Π. Δημητριάδης ήταν όργανο της ΕΕ και τις κρίσιμες μέρες της άνοιξης του 2013 ξεπέρασε πολλές φορές σε αντιδραστικότητα ακόμη και τον Ν. Αναστασιάδη. Η εκπαραθύρωση του τελικά ήταν προϊόν συμβιβασμού για να αποτραπεί η καταδίκη του από το ανώτατο δικαστήριο. Έτσι αναγκάστηκε να συναινέσει κι ο Ντράγκι που είχε στείλει επιστολή στον πρόεδρο Ν. Αναστασιάδη και τον πρόεδρο της Βουλής Γ. Ομήρου απειλώντας την Κύπρο με παραπομπή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σε περίπτωση που θα απόλυαν τον εκλεκτό τους!
Στην Ουγγαρία, το τελευταίο εμπόδιο που είχε να ξεπεράσει ο δεξιός πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν, ο οποίος εξελέγη το 2010, για να απαλλαγεί από τον θανάσιμο εναγκαλισμό των πιστωτών που πριν δύο χρόνια την είχαν «διασώσει» προσφέροντας 20 δισ. ευρώ, ήταν η κεντρική τράπεζα της χώρας του. Ο κεντρικός τραπεζίτης Αντράς Σίμορ, λειτουργώντας όλα τα προηγούμενα χρόνια επί πρωθυπουργίας Γκιουρτσάνι και Μπατζνάι σαν το μακρύ χέρι των πιστωτών ήταν τόσο μισητός, συμβολίζοντας την υποτέλεια στους δανειστές, ώστε η απόλυσή του από την κεντρική τράπεζα ήταν προεκλογική εξαγγελία του Όρμπαν. Για να τον ξεφορτωθεί έκανε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό: Του μείωσε τον μισθό κατά 75%, του αφαίρεσε αρμοδιότητες, τοποθέτησε δίπλα του έμπιστούς του, προχώρησε ακόμη και σε συνταγματική αναθεώρηση με απώτερο στόχο να υπαγάγει την κεντρική τράπεζα στον έλεγχο και την πλήρη δικαιοδοσία του ουγγρικού κράτους. Όλα αποδείχθηκαν μάταια κι ο Σίμορ ξεκατσικώθηκε από την καρέκλα του κεντρικού διοικητή μόνον τον Μάριο του 2013, όταν έληξε κι επίσημα η θητεία του. Μέχρι τότε, η κεντρική τράπεζα της Ουγγαρίας έφτασε στο σημείο ακόμη και να εκδώσει ανακοίνωση τον Δεκέμβριο του 2011, με την οποία καταδίκαζε την συνταγματική αναθεώρηση που ψηφίστηκε στη Βουλή με 293 ψήφους υπέρ και 4 κατά. Όλο αυτό διάστημα η στάση της ΕΕ ήταν εμπρηστική. Για να επιβάλει την ακύρωση των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων τίναξε στον αέρα ακόμη και συνομιλίες με την κυβέρνηση του Όρμπαν τον Δεκέμβριο του 2011 που συζητούσαν την παροχή μιας χρηματοδοτικής διευκόλυνσης στην Ουγγαρία. (Ο Όρμπαν είχε αποκλείσει να πάρει νέο δάνειο, εγγυήσεις ζητούσε, σε μια προσπάθεια να απεμπλακεί από την επιτήρηση ΕΕ και ΔΝΤ). Η ΕΕ, προκειμένου να διαφυλάξει την λεγόμενη ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, τη δυνατότητά της δηλαδή να παρεμβαίνει στην οικονομική πολιτική μιας ανεξάρτητης χώρας με τον δικό της άνθρωπο, έφτασε στο σημείο να απειλήσει την Ουγγαρία ακόμη και με αναστολή του δικαιώματος ψήφου σε όλα τα θεσμικά όργανα. Σε ανακοίνωσή της μάλιστα η ΕΚΤ επικαλούταν την παραβίαση από την Βουδαπέστη του άρθρου 130 της Συνθήκης της Λισαβόνας.
Χρειάζεται να τονίσουμε εδώ ότι η Ουγγαρία δεν ανήκει στην ευρωζώνη. Παρόλα αυτά οι δεσμεύσεις της απέναντι στην ΕΚΤ για το «άβατο» της κεντρικής τράπεζας είναι ασφυκτικές και στην συνταγματική συνθήκη της ΕΕ περιγράφονται επακριβώς: «Κατά την εκτέλεση των εξουσιών τους και την πραγματοποίηση των εργασιών και των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί από τις Συνθήκες και τον ιδρυτικό νόμο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της ΕΚΤ, ούτε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ούτε κάποια εθνική κεντρική τράπεζα, ούτε οποιοδήποτε μέλος των οργάνων που αποφασίζουν θα αναζητήσουν ή θα λάβουν οδηγίες από θεσμούς της Ένωσης, όργανα, γραφεία ή υπηρεσίες, από οποιαδήποτε κυβέρνηση κράτους μέλους ή απ’ οποιοδήποτε άλλο σώμα. Οι θεσμοί της Ένωσης, όργανα, γραφεία ή υπηρεσίες και οι κυβερνήσεις των κρατών μελών αναλαμβάνουν να σεβαστούν αυτή την αρχή και να μην επιδιώξουν να επηρεάσουν τα μέλη των οργάνων που αποφασίζουν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή τις εθνικές κεντρικές τράπεζες κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους».
Όποιος επομένως πιστεύει ότι το πρόβλημα είναι ο Στουρνάρας ή ότι ο Ντράγκι μπορεί να βοηθήσει στον εκδημοκρατισμό των κεντρικών τραπεζών εθελοτυφλεί!