Του Techie Chan
Ο θάνατος του (δυτικού) προλετάριου
Το δεύτερο μέρος είναι μια μικρή παράκαμψη στον κόσμο
της τεχνικής. Για εμένα είναι σχετικό, σε κάποιους ίσως να φανεί πολύ
βαρετό, οπότε παρακαλώ για την υπομονή σας. Αν δεν έχετε υπομονή,
μπορείτε να διαβάσετε μια γρήγορη σύνοψη στο τελευταίο υποκεφάλαιο και
να περιμένετε το επόμενο μέρος.
Γιατί οι προλετάριοι είναι ιστορικά τα τέλεια
επαναστατικά υποκείμενα και έχουν φετιχοποιηθεί τόσο πολύ από την
αριστερά? Μα διότι αποτελούν τους τέλειους κοινωνούς της επανάστασης στο
φαντασιακό της. Χωρίς αυτούς η παραγωγή δεν θα υπήρχε και παρόλα αυτά
δεν νέμονται παρά ελάχιστο ποσοστό αυτής. Ταυτόχρονα ήταν η μεγάλη
πλειοψηφία των ανθρώπων και παρόλαυτά στις περισσότερες χώρες του κόσμου
δεν είχαν παρά ελάχιστα πολιτικά δικαιώματα. Άρα στο όλο ταξικό
παιχνίδι οι προλετάριοι δεν έχουν να χάσουν τίποτα παρά τις αλυσίδες
τους.
Όμως αυτή η διαδικασία στην ιστορική πορεία του
καπιταλισμού “νοθεύτηκε”. Ή για να το πούμε αλλιώς, οι προλετάριοι
μετασχηματίστηκαν κι αυτοί όπως ολόκληρος ο ιστορικός καπιταλισμός. Κι
εδώ έχει μια σημασία ο διχασμός της φαντασίωσης της κλασικής
φιλελεύθερης ιδεολογίας. Στο φαντασιακό της είναι μια απελευθερωτική και
εξισωτική ιδεολογία, άξιο τέκνο του διαφωτισμού. Αλλά στην πρακτική της
ήταν εντυπωσιακά ελιτίστικη, φοβική και αριστοκρατική. Θεωρητικά όλοι
οι άνθρωποι ήταν ίσοι απέναντι στη φύση, αλλά πρακτικά δεν θα δίναμε
ποτέ πολιτικά δικαιώματα στους προλετάριους που δεν έχουν γίνει ακόμα
“άνθρωποι”. Κι αυτός ο διχασμός εκφράστηκε πολύ συχνά μέσα στο 19ο
αιώνα.
Η κατάργηση της δουλείας πχ δεν ήταν μια διαδικασία που συνέφερε
ιδιαίτερα οικονομικά. Παρόλαυτά συνέβη αρκετά νωρίς στη φιλελεύθερη
βρετανία. Η υποχρεωτική εκπαίδευση δεν ήταν μια διαδικασία που
εξαπλώθηκε τόσο γιατί η τεχνολογία “επέβαλε” οι προλετάριοι να είναι
μορφωμένοι για να συνεχίσουν να παράγουν. Αυτό έγινε πολλές πολλές
δεκαετίες αργότερα. Η υποχρεωτική εκπαίδευση εφαρμόστηκε κυρίως για μη
οικονομικούς λόγους. Η άλλη μεγάλη μόδα της εποχής, ο εθνικισμός, έπρεπε
να δημιουργήσει τους νέους πολίτες και ταυτόχρονα όλο αυτό έδενε με το
διαφωτιστικό φαντασιακό του φιλελευθερισμού. Όταν ο σπένσερ παραπονιόταν
πως η απαγόρευση της παιδικής εργασίας σε παιδιά που δεν έχουν
τελειώσει το σχολείο νοθεύει τον ανταγωνισμό, η άποψη του αποτελούσε
μάλλον μια ακρότητα του πνεύματος της εποχής.
Και οι μορφωμένοι με τα φιλελεύθερα ιδανικά της εποχής
προλετάριοι γρήγορα σκέφτηκαν πως τα πολιτικά δικαιώματα θα έπρεπε να
είναι για όλους κι άρχισαν μαζικά να τα διεκδικούν. Η ιδέα άλλωστε της
ισότητας όλων των ανθρώπων ήταν μια πολύ παλιότερη και χριστιανική ιδέα η
οποία ωρίμαζε σε μορφωμένους και αγράμματους. Σε κάποιες περιοχές η
ιστορία έδωσε γρήγορα στους φτωχούς πολιτικά δικαιώματα. Ο άναρχος
τρόπος που διεξήχθη αυτός ο ιδιότυπος ημι-εμφύλιος με το όνομα
αμερικάνικη επανάσταση έδωσε όπλα ακόμα και στους πιο φτωχούς. Και είναι
λίγο δύσκολο να “πείσεις” με το γνωστό βίαιο ευρωπαϊκό τρόπο τους
οπλισμένους φτωχούς πως δεν χρειάζονται δικαιώματα. Στις ΗΠΑ χρειάστηκε
ένας δεύτερος εμφύλιος στα μέσα του 19ου αιώνα για να μπορέσει να
επιβληθεί το κέντρο στην άναρχη περιφέρεια, παρά την ιστορική
παραδοξότητα πως οι νικητές του κέντρου πολεμούσαν με σύνθημα την
επέκταση των πολιτικών δικαιωμάτων (και την κατάργηση της δουλείας).
Γιαυτό και οι βασιλείς της ευρώπης ήταν πολύ διστακτικοί
να οπλίσουν τους πολίτες τους ακόμα κι όταν ο ναπολέοντας αλώνιζε την
ευρώπη και απειλούσε άμεσα τη συνέχιση της βασιλίας τους. Στις ΗΠΑ
λοιπόν η καθολική ψηφοφορία των ανδρών ήταν δεδομένη και χρειάστηκαν
άλλα μέσα (όπως πχ το “αριστοκρατικό” συνταγματικό δικαστήριο ή τα ΜΜΕ)
για να περιοριστεί ο ριζοσπαστισμός των φτωχών. Το ίδιο δεδομένο
δικαίωμα ίσχυε και για την ελλάδα, μία από τις ελάχιστες χώρες της
ευρώπης όπου το 1850 είχε θεσπιστεί η καθολική ανδρική ψηφοφορία.
Στην υπόλοιπη ευρώπη τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Στην
αγγλία οι ελίτ γνώριζαν από τον αγγλικό εμφύλιο τις καταστροφικές
συνέπειες που μπορεί να έχει ο οπλισμός του πόπολου κι έτσι αυτός -μαζί
με την μόρφωση και τα πολιτικά δικαιώματα- περιορίστηκε αρκετά μέχρι το
τέλος του 19ου αιώνα. Στη γαλλία της επανάστασης, το παλιό παιχνίδι των
κοινωνικών συμμαχιών κατάφερνε πάντα και έκλεβε από τους φτωχούς τα
δικαιώματα. Η επανάσταση του 1848 έδωσε θεωρητικά αυτό το δικαίωμα σε
όλους, αλλά γρήγορα διάφοροι νόμοι και διατάξεις έκαναν αδύνατη την
καθολική εξάσκησή του. Και στην κεντρική ευρώπη οι διαδικασίες ήταν
λιγότερο ευγενικές. Οι γερμανοί ρεπουμπλικάνοι μετά την ήττα του 1848
δεν είχαν πολλές επιλογές πέρα από το να μεταναστεύσουν στις ΗΠΑ ή να
συνεχίσουν σιωπηλά με τα πιστεύω τους, αν δεν είχαν προλάβει να
καταλήξουν νεκροί ρεπουμπλικάνοι. Βλέπετε οι περισσότεροι άνακτες
βλέποντας τι έπαθαν οι συγγενείς τους στη γαλλία, αποφάσισαν πως η
επιβίωση τους ήταν υπεράνω αυτής των υπηκόων τους.
Οι εξελίξεις της εποχής δεν θα μπορούσαν όμως για πάντα
να στερούν τα πολιτικά δικαιώματα από τους φτωχούς. Οι εθνικοί στρατοί
πχ ήταν μετά το 1812 μια πικρή αναγκαιότητα για τις ελίτ και δεν είναι
εντελώς τυχαίο πως το καθολικό δικαίωμα ψήφου εφαρμόστηκε χωρίς κανέναν
περιορισμό μετά το τέλος του μεγάλου πολέμου το 1918, με ή χωρίς τους
βασιλιάδες. Και το καθολικό δικαίωμα ψήφου γρήγορα έδωσε στις
περισσότερες χώρες με μεγάλα φτωχά προλεταριοποιημένα στρώματα,
σοσιαλιστικές κυβερνήσεις ή/και κυβερνήσεις που δεν μπορούσαν εύκολα πια
να επιβιώσουν χωρίς να εξυπηρετούν (φαντασιακά ή μη) αυτές τις πλατιές
μάζες των νέων ψηφοφόρων. Έτσι, βυθισμένες στις ιδιαιτερότητες και τις
εσωτερικές αντιφάσεις των κοινωνιών τους, πολλές από αυτές τις
κυβερνήσεις απογοήτευσαν τους πιο ριζοσπάστες που ήλπιζαν σε πιο
ραγδαίες διαδικασίες προκειμένου να εξισορροπηθεί η αδικία που είχε
συμβεί στην ευρώπη το 1848 και είχε βάλει στο γύψο την “πρόοδο” για
περισσότερα από 50 χρόνια.
Οι άλλοι κόκκινοι
Ήταν ακριβώς την ίδια εποχή που οι πιο ριζοσπάστες
ανάμεσα τους άρχισαν να έχουν ένα νέο παράδειγμα. Στην πιο οπισθοδρομική
γωνιά της περιφέρειας της ευρώπης, κόντρα σε όλες τις προβλέψεις της
εποχής, συνέβη μια επανάσταση που αποτέλεσε -όπως είδαμε εκ των υστέρων-
αλλαγή παραδείγματος για όλο τον κόσμο. Μια μικρή και αδιάφορη στο
εσωτερικό της Ρωσίας ομάδα επαναστατών κατάφερε να πάρει την εξουσία και
να εκφράσει το νέο φαντασιακό μιας κοινωνίας που ήθελε να ξεφύγει από
την εκτός τόπου και χρόνου οπισθοδρόμηση στην οποία την είχε βυθίσει το
προηγούμενο καθεστώς. Αλλά αντί να το πραγματοποιήσει με τον τρόπο που
το πραγματοποίησαν οι επαναστάτες τον προηγούμενο αιώνα στη γαλλία, αυτή
η ομάδα διέθετε ένα ακόμα πιο γρήγορο πρόγραμμα μετασχηματισμού και
ταυτόχρονα καμία οργανωμένη κοινωνική ομάδα που να μπορεί να της
αντισταθεί. Νέοι καιροί, νέα ήθη. Μπολσεβίκοι ξε-μπολσεβίκοι, η ίδια η
οπισθοδρόμηση της Ρωσίας σε σχέση με την υπόλοιπη ευρώπη “επέβαλε” στο
νέο καθεστώς την αναγκαιότητα του γρήγορου μετασχηματισμού ως κάτι ακόμα
πιο επιτακτικό. Κάτι που το είδαμε να συμβαίνει και στην Τουρκία την
ίδια εποχή, παρότι δεν ακολούθησε τον ίδιο λενινιστικό δρόμο.
Σήμερα μάλλον καταλαβαίνουμε πως ήταν τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά της οπισθοδρομικής ρωσίας που έκαναν την οκτωβριανή
επανάσταση τόσο μεγάλη επιτυχία. Και το γεγονός πως παρόμοια μοτίβα
επαναλήφθηκαν σε όλο σχεδόν τον “οπισθοδρομικό” τρίτο κόσμο με μεγάλη
επιτυχία κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα μας κάνει να υποψιαζόμαστε πως
το οκτωβριανό μοντέλο αφορούσε λιγότερο τη δύση απ’ ό,τι ήλπιζαν ή
φοβούνταν οι σύγχρονοί του στη δύση. Από τη μία οι πιο ριζοσπάστες
σοσιαλιστές της δύσης άρχισαν να ελπίζουν στη λενινιστική παράκαμψη που
θα έφερνε το σοσιαλισμό μέσα στο δικό τους προσδόκιμο ζωής. Από την άλλη
οι φιλελεύθεροι είδαν το “φάντασμα” του κομουνισμού να ορθώνεται
μπροστά τους. Ήταν σχεδόν η ίδια γενιά γάλλων αστών που ίδρωσε να πνίξει
στο αίμα την παρισινή κομούνα, που έβλεπε την επανάληψή της σε μια
τεράστια αχανή και σχετικά άγνωστη χώρα. Για τους βρετανούς η καταστροφή
της ΕΣΣΔ ήταν μια υπαρξιακή αναγκαιότητα που κατάφεραν να τη μεταδώσουν
και στα ξαδερφάκια τους στις ΗΠΑ μετά το δεύτερο πόλεμο. Τόσο μεγάλη
αναγκαιότητα, που οι ναζί του χίτλερ φαίνονταν ως μια όχι ιδιαίτερα
όμορφη, αλλά σίγουρα προτιμότερη μορφή αυτού του κοινωνικού
μετασχηματισμού. Στην ουσία η παραδοσιακή ρωσοφοβία της δύσης ενισχύθηκε
από το σοσιαλίζοντα μπολσεβικισμό και μαζί με την οικονομική κρίση του
καπιταλισμού το 1930, έστησαν το σκηνικό του δεύτερου πολέμου. Αν δεν
υπήρχαν οι σοβιετικοί, οι αγγλογάλοι δεν θα επέτρεπαν τόσο εύκολα τον
επανεξοπλισμό των γερμανών.
Ένας παράλληλος όμως μετασχηματισμός συνέβαινε και στην
αριστερά που λόγω της σοβιετικής επιρροής -υλικής και φαντασιακής- έλαβε
περισσότερα ιδιαίτερα σοβιετικά χαρακτηριστικά. Είναι χαρακτηριστικό το
παράδειγμα του ισπανικού εμφυλίου και του πόσο μη “ευγενικά”
αντιμετωπίστηκαν οι μη σοβιετικές εκδοχές της αριστεράς, παρόλο που ήταν
πιθανότατα πιο βαθιά ριζωμένες στην ισπανική κοινωνία από τον
μπολσεβικισμό. Έτσι εκεί έχουμε ήδη διαφορετικές πορείες.
Από τη μία οι ρεφορμιστές σοσιαλδημοκράτες που καθώς
κυβερνούν πια, έχουν να αντιμετωπίσουν όλες τις κοινωνικές αντιφάσεις
που τους κληρονόμησε αυτό το ιδιότυπο δημοκρατικό παράδειγμα της δύσης
(που να θυμίσουμε ότι μέχρι το 1914 ήταν δημοκρατικό περισσότερο στα
λόγια). Στη γαλλία του 1930, οι δικαστές, οι στρατηγοί και οι διπλωμάτες
συνεχίζουν ακόμα να ανήκουν σε μεγάλη πλειοψηφία στο παλιό καθεστώς.
Για την αγγλία δεν χρειάζεται να πούμε τίποτα παραπάνω. Στις ΗΠΑ ο
μετριοπαθής (στο επίπεδο του κοινωνικού ριζοσπαστισμού) ρούσβελτ
αναγκάζεται να κυβερνήσει μ’ ένα ιδιότυπο προεδρικό στυλ που παρακάμπτει
τους υπόλοιπους φορείς της εξουσίας γιατί αυτοί εξυπηρετούν χωρίς καμία
αιδώ τα στενά συμφέροντα των ελίτ. Και είναι το ειρωνικό πως στο
αμερικάνικο σύστημα ο πρόεδρος αναγκάζεται να κυβερνήσει λιγότερο
“δημοκρατικά” διότι τα γιοφύρια της δημοκρατίας τα είχαν πιάσει τόσο
καλά οι ελίτ. (το ιδιότυπο προεδρικό στυλ υιοθέτησαν από τότε και όλοι
οι επόμενοι πρόεδροι).
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι σοσιαλδημοκράτες άρχισαν να
αποκτούν περισσότερα χαρακτηριστικά του παλιού καθεστώτος και ο
μετασχηματισμός των γερμανών σοσιαλιστών που πρακτικά κυβερνούσαν από το
1919 είναι χαρακτηριστικός της απογοήτευσης που δημιούργησε σε μεγάλο
τμήμα της βάσης που ήλπιζε σε γρήγορες και απτές αλλαγές.
Από την άλλη είναι οι πιο ριζοσπάστες σοσιαλιστές που
ψάχνουν έναν άλλο δρόμο πιο καθαρό, μακριά από τη διαφθορά του παλιού
συστήματος. Στην αρχή οι περισσότεροι πείσθηκαν από το σοβιετικό
παράδειγμα, αλλά γρήγορα το σοβιετικό παράδειγμα άρχισε να δείχνει πως
ήταν παιδί των συνθηκών που το γέννησαν και πως τα σοβιετικά
χαρακτηριστικά δεν ήταν απαραίτητα επιθυμητά. Αλλά το μεγάλο πολιτικό
και υλικό βάρος της ΕΣΣΔ δεν άφησε πολλά περιθώρια στην ευρωπαϊκή
ριζοσπαστική αριστερά. Και η μεγάλη και ξεκάθαρη νίκη των σοβιετικών στο
δεύτερο πόλεμο έβαλε τη σφραγίδα της στη μεταπολεμική αριστερά. Στα
συντρίμμια του πολέμου δεν είχε ακόμα δημιουργηθεί η αφήγηση του
στρατιώτη ράιαν και όλοι ήξεραν πως οι σοβιετικοί κέρδισαν τους
γερμανούς σχεδόν μόνοι τους, την ίδια στιγμή που οι σύμμαχοι έκαναν
επιτόπιο τροχαδάκι. Κι αυτό δεν ήταν αμελητέα κληρονομιά.
Έτσι στη μεταπολεμική δύση η αριστερά επηρεαζόταν
ιδεολογικά από την ΕΣΣΔ που είχε μετασχηματιστεί αρκετά πια προκειμένου
να εξυπηρετεί περισσότερο το σοβιετικό μοντέλο παρά τις κοινωνίες στον
ίδιο το δυτικό κόσμο. Οι σοβιετικοί -λόγω των εμπειριών τους από την
ιμπεριαλιστική δύση- ήθελαν περισσότερο έναν κόσμο ειρηνικό και φιλικό
προς τους ίδιους και δευτερευόντως τους απασχολούσε ο ριζοσπαστικός
κοινωνικός μετασχηματισμός. Κι αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στις χώρες της
ανατολικής ευρώπης. Οι σοβιετικοί προσπάθησαν περισσότερο να φτιάξουν
έναν φιλικό ζωτικό χώρο γύρω τους παρά να φέρουν κάποιο σοσιαλιστικό
παράδεισο τον οποίον δεν είχαν άλλωστε και εύκαιρο. Ο ψυχρός πόλεμος
-μια ξεκάθαρη εφεύρεση των αμερικάνων- έκανε αυτή την αναγκαιότητα πολύ
πραγματική.
Εδώ λοιπόν το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς στη δύση,
υπό το βάρος της σοβιετικής επιρροής και της αντιπαλότητας των
αμερικάνων σε κάθε σοσιαλίζουσα, δημιούργησε μια αφήγηση για τον κόσμο
που ήταν περισσότερο φαντασιακή και αποτέλεσμα των σοβιετικών
προτεραιοτήτων, παρά αντανάκλαση των κοινωνικών συνθηκών που
επικρατούσαν στη δύση μεταπολεμικά. Οι σοβιετικοί καθώς είχαν ήδη
συντηρητικοποιηθεί (με την έννοια της συντήρησης ενός συστήματος),
προτιμούσαν μια παγωμένη ελεγχόμενη κοινωνική θεωρία που να αναφέρεται
σε αδρά και ασαφή θεωρητικά σχήματα, παρά τις ανεξέλεγκτες κοινωνικές
διαδικασίες που γεννούν οι κοινωνίες μέσα στο χρόνο. Με λίγα λόγια το
σφαιρικό άλογο υπό κενό τους ήταν πολύ πιο βολική αφήγηση για τον κόσμο.
Μόνο που αντί του σφαιρικού αλόγου υπήρχε ο σφαιρικός προλετάριος.
Η αντίφαση φυσικά δεν πέρασε απαρατήρητη από τη ρέμπελη
ευρωπαϊκή διανόηση και οι αντιδράσεις σε αυτό ήταν πολλές. Το ότι
κάθομαι εγώ σήμερα και λέω αυτές τις μπούρδες δεν είναι επειδή ξύπνησα
μια μέρα και μου ήρθαν ως επιφοίτηση. Η δυτική ευρωπαϊκή αριστερή
διανόηση ασφυκτιούσε μέσα στη σοβιετική ορθοδοξία και αντιμετωπίστηκε
από εκείνη πολύ συχνά εχθρικά ως η πέμπτη φάλαγγα του ιμπεριαλισμού.
Όμως σήμερα γνωρίζουμε λίγο πολύ πως στη μεταπολεμική ευρώπη έγιναν
πράγματι κάποιοι κοινωνικοί μετασχηματισμοί. Πως ο ιδανικός προλετάριος
των μέσων του 19ου αιώνα δεν έχει καμία σχέση ούτε με τις φαντασιώσεις
ούτε με τις εμπειρίες του εργαζόμενου δυτικού ανθρώπου της χρυσής
30ετίας μετά το τέλος του δεύτερου παγκοσμίου. Κι όταν χτίστηκε το
τείχος του βερολίνου, όλοι ξέρανε πια πως ακόμα και οι εργαζόμενοι στις
χώρες του υπαρκτού είχαν χάσει την εμπιστοσύνη τους στο μοντέλο ζωής και
ανάπτυξης που ακολουθούσαν. Διότι στο σοσιαλιστικό όραμα θα υπήρχαν μεν
τείχη, μόνο που αυτά τα τείχη θα τα έχτιζαν οι καπιταλιστές για να
αποτρέψουν τους δικούς τους προλετάριους από το να περάσουν προς το
σοσιαλισμό.
Ξαφνικά η αριστερά έπρεπε να αντιμετωπίσει μια κοινωνική
πραγματικότητα. Το κοινωνικό συμβόλαιο στη μεταπολεμική δύση, που ήταν
λίγο πολύ μια μεταγραφή του κοινωνικού συμβολαίου του ρούσβελτ στις ΗΠΑ,
ήταν πολύ πιο επιθυμητό και είχε μεγαλύτερη ισχύ και νομιμοποίηση από
το αντίστοιχο κοινωνικό συμβόλαιο στις χώρες του υπαρκτού. Φυσικά οι
δυτικοί δεν είχαν ανακαλύψει την εδέμ και τα νεολαιίστικα κινήματα της
δεκαετίας του ’60 έδειξαν ξεκάθαρα την κενότητα της δυτικής εκδοχής του
καταναλωτικού παραδείσου. Παρόλαυτά ο βαθμός πολιτικής και υλικής
ελευθερίας στη δύση ήταν σημαντικά ανώτερος από το σοβιετικό περίγυρο.
Και τα νεολαιίστικα κινήματα παρά την ελευθερία αυτή και την ιδεολογική
τους δύναμη, δεν κατάφεραν τελικά να προτείνουν κάτι εναλλακτικό από
αυτό το κενό μοντέλο. Στην ουσία -όπως ζήσαμε όλα εμείς τα παιδιά του
’80- η γενιά που κατούρησε στους τάφους του καταναλωτισμού, έφτασε να
συμβιβαστεί με αυτούς και να τους υπηρετήσει. Η γενιά που είχε όλη την
ορμή και ζωτικότητα να πιστεύει πως θα αλλάξει τον κόσμο το ’60 και το
’70, έχασε το μομέντουμ από τις μούμιες της νεοφιλελεύθερης συντήρησης.
Δεν ξέρω ακριβώς γιατί συνέβη αυτό, αλλά ήταν πολύ λυπηρό και μέχρι το
1980 το παιχνίδι το είχαν σφυρίξει.
Αυτό που καταλαβαίνω είναι πως η κυρίαρχη αριστερή
ανάλυση για τον κόσμο ήταν πια σε πλήρη αντιδιαστολή με αυτό που ο ίδιος
κόσμος βίωνε ως απτές υλικές και φαντασιακές συνθήκες. Η υλική ευμάρεια
αυξανόταν, οι εργαζόμενοι έπαιρναν ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος της
υπεραξίας της εργασίας τους σε σχέση με άλλες εποχές (είτε άμεσα ως
μισθό είτε έμμεσα ως κοινωνικές παροχές), η κοινωνική κινητικότητα ήταν
μεγαλύτερη από κάθε άλλη εποχή και στην πολύ ταξική ευρώπη αυτό ήταν
σχετικά πρωτόγνωρο και μια αρκετά αμερικάνικη επιρροή. Άνθρωποι με
ταπεινή καταγωγή αποκτούσαν ανώτερες τεχνικές γνώσεις, στις οποίες οι
γονείς τους δεν θα ονειρεύονταν ότι θα είχαν πρόσβαση, και αποκτούσαν
θέσεις εργασίας που 50 χρόνια πριν ήταν αποκλειστικό προνόμιο των
κοινωνικά ανώτερων τάξεων. Κι αυτό ήταν πρωτόγνωρο διότι η αξιοκρατία
δεν ήταν ένα πολύ ευρωπαϊκό φρούτο.
Η παγίδα
Φυσικά οι ταξικοί διαχωρισμοί συνέχιζαν να υπάρχουν παρά
το γεγονός ότι αμβλύνονταν και φυσικά αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο των
πολιτών γινόταν χωρίς να αλλάξουν ιδιαίτερα οι σχέσεις της παραγωγής.
Στην ουσία το κράτος μπήκε καπέλο στην παλιά καλή καπιταλιστική
διαδικασία και εφαρμόζοντας ειδικούς νόμους όπως η άμεση προοδευτική
φορολογία, οι μεγάλοι φόροι κληρονομιάς και η κεϋνσιανού τύπου
νομισματική πολιτική (ο θάνατος των ραντιέρηδων δηλαδή), μπόρεσε να
ξαναμοιράσει την οικονομική πίτα χωρίς να μοιράσει όμως και την πίτα των
σχέσεων παραγωγής. Κι αυτό έδωσε μια νέα αισιοδοξία και σιγουριά στους
πρώην προλετάριους και νυν μεσαία τάξη. Εν μέρει η σιγουριά αυτή ήταν η
κινητήριος δύναμη της καταστροφής τους. Διότι δεν αποφάσισαν ποτέ να
αναλάβουν την παραγωγή. Ακόμα κι όταν αγόραζαν μετοχές, άφηναν το
μάνατζμεντ στους ίδιους παλιούς ειδικούς. Κι όπως μπορεί να σας
περιγράψει πολύ καλά όλη η σοβιετική νομενκλατούρα, το μάνατζμεντ της
παραγωγής είναι πολύ πιο σημαντικό από την αόριστη ιδιοκτησία της. Όπως
ξέρουμε και από τη στρατιωτική ιεραρχία (την οποία οι εταιρίες εν
πολλοίς αντέγραψαν), ο στρατός μπορεί να ανήκει στο έθνος ή στο βασιλιά,
αλλά είναι οι συνταγματάρχες που κάνουν τα πραξικοπήματα.
Το κενό της αριστεράς
Όλοι αυτοί οι μετασχηματισμοί και το κοινωνικό πινγκ
πονγκ των τελευταίων 60 ετών έγινε λίγο πολύ με τη ριζοσπαστική αριστερά
σε μια γραμμή άμυνας. Ενώ διέθετε μεγάλη επιρροή στο φαντασιακό της
νεολαίας, αδυνατούσε να εξηγήσει τον κόσμο που αυτή η νεολαία βίωνε. Η
ανάδυση της ποπ κουλτούρας αντιμετωπίστηκε με γνήσιο αρτηριοσκληρωτικό
σκεπτικισμό. Οι απόφοιτοι των πολυτεχνικών σχολών και των σχολών
διοίκησης δεν ήταν σε καμία περίπτωση προλετάριοι και η σοβιετικά
επηρεασμένη ριζοσπαστική αριστερά δεν τους έδωσε ποτέ τα ιδεολογικά
εργαλεία για να αντιμετωπίσουν το νέο κόσμο και τα νέα τους καθήκοντα
στην παραγωγή και την κοινωνία. Οι ακυβέρνητες πολιτείες του τσίρκα ήταν
ύποπτες κι όχι ένα αριστούργημα που περιέγραφε όσα δεν περιέγραφαν 8
τόμοι σοβιετικής κοινωνιολογίας. Κι έτσι στην ουσία ζούσαν σε ένα
διχασμό. Από τη μία βολονταριστικά ένιωθαν προλετάριοι, αλληλέγγυοι των
αγράμματων κινέζων αγροτών και έτοιμοι να επαναστατήσουν, αλλά αυτή η
αφήγηση δεν τους βοηθούσε σε τίποτα στις συνθήκες που καλούνταν να
ζήσουν οι ίδιοι στη δύση. Το κόκκινο βιβλιαράκι του μάο δεν ήταν ποτέ
καλός οδηγός για την εξήγηση του δυτικού κόσμου. Ο βολονταρισμός του μάη
του ’68 από μόνος του δεν ήταν ικανός να πείσει τους εργαζόμενους να
πηδήξουν σ’ ένα νέο μοντέλο που δεν υπήρχε, εγκαταλείποντας ένα άλλο που
ένιωθαν πως τους εξυπηρετούσε πολύ καλά.
Κι όταν αμέσως μετά ξεκίνησε η αποβιομηχάνιση του 70-80,
η προλεταριακή φαντασίωση έχασε ένα ακόμα βασικό πυλώνα της. Η εργασία
έπαψε να είναι τόσο σημαντική όσο την προηγούμενη 30ετία. Αν ο κόσμος
δεν χρειαζόταν τόσο χάλυβα, δεν χρειαζόταν και τόσους εργαζόμενους
χάλυβα. Κι έτσι στην ουσία οι εργαζόμενοι στη δύση έχαναν ένα ακόμα
διαπραγματευτικό χαρτί του προλετάριου. Η παραγωγή δεν τους είχε τόσο
μεγάλη ανάγκη. Εκεί η αριστερά έκανε ένα άλλο μεγάλο στρατηγικό λάθος.
Επέμενε να ζητάει από το κράτος πλήρη εργασία για όλους, αντί να ζητά
μείωση των ωρών εργασίας ακόμα και με μείωση μισθών (και τιμών φυσικά).
Και τα συνδικάτα σίγουρα δεν ήταν πολύ φιλικά σε τέτοιες νεωτεριστικές
ιδέες. Η αποβιομηχάνιση και η αυτοματοποίηση της παραγωγής, δεν ήταν ένα
καπιταλιστικό τέχνασμα προκειμένου να στερήσει από τους εργάτες το
βασικό τους διαπραγματευτικό χαρτί. Ήταν μια πραγματικότητα που καμία
χώρα δεν κατάφερε να αποφύγει εντελώς, ακόμα κι αν έκανε φιλότιμες
προσπάθειες (όπως η γαλλία και η γερμανία). Το ότι το χρησιμοποίησαν
μετά οι φιλελεύθεροι για να πετύχουν τους σκοπούς τους είναι ένα
πόρισμα, όχι η αιτία που συνέβη.
Οι “προβληματικές” που το κράτος της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ
ανέλαβε την περίοδο 70-80 δεν απέτυχαν μόνο λόγω της κρατικής
κακοδιαχείρισης. Άλλωστε ´όταν έγιναν “προβληματικές” άνηκαν σε ιδιωτικά
χέρια και ο κύριος μάνος σίγουρα έχει να μας αφηγηθεί μερικές καλές
ιστορίες επί αυτού.
Μετά το 90 δε, η κατάσταση έγινε ακόμα πιο ακραία. Με τη
μεταφορά της παραγωγής στον τρίτο κόσμο, οι εργαζόμενοι στη δύση
μετατράπηκαν πρακτικά μόνο σε καταναλωτές, ενώ οι ίδιοι παρήγαγαν
διάφορες ήμι-άχρηστες υπηρεσίες που όλοι ξέραμε ότι δεν ήταν απαραίτητα
κρίσιμες για την λειτουργία του μαγαζιού. Αν οι εργαζόμενοι στον τύπο
κατέβαιναν σε απεργία διαρκείας, οι επιπτώσεις αυτής της απεργίας θα
ήταν πολύ μικρότερες και επιτακτικές απ’ ότι αν συνέβαινε το ίδιο με
τους εργαζόμενους του κλάδου των τροφίμων πχ. Κι έτσι το αίτημα του
35ώρου ήρθε πολύ αργά και ήταν πολύ λίγο για να ανατρέψει την κατάσταση.
Ήδη η αφήγηση του κινέζου εργάτη που δούλευε 60ώρες 6μέρες την εβδομάδα
είχε γίνει κυρίαρχη.
Και εκεί η φιλελεύθερη αφήγηση πρόσφερε μια πολύ πιο
πειστική και χρήσιμη εξήγηση του κόσμου που ζούσαν οι δυτικοί από το
βιβλιαράκι του μάο και την αυτοδιάθεση των παλεστινίων. Άλλωστε για να
είμαστε ειλικρινείς, οι δυτικοί όλα αυτά τα έβλεπαν από μια κάποια
ρομαντική απόσταση.
Δυστυχώς το κενό υπάρχει ακόμα και σήμερα. Τέσσερα
χρόνια μέσα σε μια καπιταλιστική κρίση που οι περισσότερες γενιές ούτε
να ονειρευτούν δεν θα μπορούσαν (με την καλή και την κακή έννοια) η
αριστερά από τη μία είχε τα μακροσκοπικά εργαλεία που μπόρεσαν να την
αφηγηθούν και να προβλέψουν την εξέλιξή της. Αλλά από την άλλη -σ’ ένα
μεγάλο κομμάτι της- συνεχίζει να προσπαθεί να χωρέσει το σημερινό κόσμο
στα ίδια ιδεολογικά σχήματα που απέτυχαν να τον εξηγήσουν πριν από 40
χρόνια. Προσπαθούν να τους χωρέσουν στο ίδιο στενό και ιστορικά άκαιρο
κουτάκι του προλετάριου, κάνοντας διάφορες εκπτώσεις στο τι είναι ένας
προλετάριος, λίγο πολύ σαν τους φιλελεύθερους που κάνουν διάφορες
εκπτώσεις για να αποδείξουν ότι υπάρχει ελεύθερη αγορά.
Δεν είναι κακό να κάνεις εκπτώσεις και αλλαγές
προκειμένου να χωρέσεις στο σήμερα μια παλιά περιγραφή. Αλλά όταν
αλλάζεις τα εισερχόμενα του τι είναι ο νέος προλετάριος, δεν μπορείς να
μένεις σταθερός στα εξερχόμενα πορίσματα αυτής της περιγραφής. Ο
σημερινός δυτικός “προλετάριος” της αριστεράς δεν είναι ένας άνθρωπος
που δεν έχει τίποτα να χάσει πέρα από τις αλυσίδες του και ταυτόχρονα
δεν είναι τόσο απαραίτητος για την παραγωγή όσο παλιότερα (όπως μας
δείχνει η μόνιμη και χρόνια ανεργία). Άρα παύει να αποτελεί και το
τέλειο επαναστατικό υποκείμενο με τους όρους του 19ου αιώνα. Κι έτσι
δημιουργούν ένα “παράδοξο” στην αφήγηση. Αφού είναι όλοι προλετάριοι και
αφού οι προλετάριοι είναι τα τέλεια επαναστατικά υποκείμενα, γιατί δεν
έχουν ξεσηκωθεί όλοι μαζί να βουτήξουν στην επαναστατική παραζάλη? Γιατί
δεν ψηφίζουν ως προλετάριοι και γιατί δεν χορεύουμε όλοι σάμπα όπως
στον ισημερινό και στη βενεζουέλα? Γιατί ακόμα υποστηρίζουν αυτό το
ηλίθιο κατασκεύασμα των τραπεζιτών του ευρώ?
Αυτό το παράδοξο συχνά τους οδηγεί σ’ έναν ιδιότυπο
ελιτισμό που είναι εν μέρει κατάλοιπο της λενινιστικής/σοβιετικής
επιρροής. Δεν είναι λάθος η αφήγηση, είναι οι μάζες που δεν ξέρουν, που
τις έχουν αποπροσανατολίσει, που δεν δρουν σύμφωνα με τα “πραγματικά”
τους συμφέροντα και που χρειάζονται κάποιον να τις καθοδηγήσει. Κι αυτός
ο ελιτισμός εύκολα οδηγεί στα ίδια στραουσιανά αντι-διαφωτιστικά (στην
ουσία γνωστικά) μονοπάτια που οδηγήθηκαν και οι νεο-συντηρητικοί. Ο λαός
δεν χρειάζεται να ξέρει όλες τις λεπτομέρειες της “αλήθειας”, φτάνει να
μας εμπιστευθεί. Κι είναι μεγάλο κρίμα για ένα ιδεολογικό ρεύμα που
στον πυρήνα του αποτελεί τον πιο περήφανο υπερασπιστή της απελευθέρωσης
του ανθρώπου.
Προσωπικά δεν αποκλείω την ανθρώπινη ηλιθιότητα ως
κοινωνική μεταβλητή, αλλά αδυνατώ (σχεδόν αξιωματικά) να αναγνωρίσω
κάποιον άλλο από τον ίδιο τον λαό ως μοναδικό νομιμοποιητικό παράγοντα
των κοινωνικών εξελίξεων. Δεν εμπιστεύομαι καμία επαναστατική ελίτ που
θα μιλήσει στο όνομά του και δεν μπορώ να θεωρήσω τον εαυτό μου ανώτερο
ον που βρίσκεται έξω από την ίδια την κοινωνία στην οποία ζω. Αν εγώ
βλέπω τα κενά της φιλελεύθερης αφήγησης, τότε θεωρώ πως λιγότερο ή
περισσότερο τα βλέπουν και οι υπόλοιποι. Αν επιλέγουν να τα αγνοούν ή να
τα πετάνε στη γωνία, θεωρώ πως συμβαίνει για κάποιο ικανό λόγο τον
οποίο ψάχνω κι όχι ως αποτέλεσμα μιας κάποιας γενετικής ανωμαλίας που
επιτρέπει σε εμένα να τα βλέπω, και στους υπόλοιπους όχι.
Το είδωλο του καθρέφτη μέσα στον καθρέφτη
Για ποιο λόγο όμως δεν είναι αυτή η σωστή αφήγηση? Μήπως
κι εγώ δεν είμαι παρά το παραστρατημένο ιδεολογικό αποτέλεσμα αυτού του
συστήματος, που επιμένω να βλέπω τον εαυτό μου ως κάτι πολύ διαφορετικό
από τον προλετάριο των μέσων του 19ου αιώνα?
Ο λόγος που δεν μου κολλάει αυτή η περιγραφή είναι
σίγουρα υποκειμενικός. Είμαι ένας άνθρωπος με τα κολλήματα και τις
φαντασιώσεις του όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Δεν μπορώ να δω τον εαυτό
μου καθαρά μέσα στη σημερινή εποχή γιατί αποτελώ προϊόν της. Έτσι δεν
μου έχω ιδιαίτερη εμπιστοσύνη. Όμως δεν έχω ιδιαίτερη εμπιστοσύνη και
στους άλλους διότι κι αυτοί έχουν τους ίδιους περιορισμούς. Αυτό που
προσπαθώ να κάνω λοιπόν είναι να κοιτάξω δύο τύπους ανθρώπων έξω από
εμένα που η προλεταριακή αφήγηση θεωρεί ίδιους. Αν η ομοιότητα
επιβεβαιωθεί, η προλεταριακή αφήγηση έχει μερικούς πόντους. Όμως δεν τη
βλέπω. Και η πρώτη φορά που το είδα καθαρά αυτό ήταν στο πόσο κοντινές
θεωρούσαν στην αριστερά τις αφηγήσεις της βενεζουέλας με της ελλάδας.
Ο βενεζουελιάνικος δρόμος προς κάποιον δημοκρατικό
ιστορικό σοσιαλισμό είναι από εκείνα τα παραδείγματα που τα κυρίαρχα
μέσα στη δύση απεχθάνονται. Ο τσάβεζ, ένα χαρακτηριστικό και ιστορικά
σύνηθες προϊόν επαναστάτη της λατινικής αμερικής, έφτασε να
αντιπροσωπεύει για τα “σεβαστά” μέσα τύπου BBC την απόλυτη απειλή στο
μοντέλο TINA (there is no alternative). Και του συμπεριφέρθηκαν
αναλόγως, ανεξάρτητα από μερικές αδιάφορες λεπτομέρειες, όπως το γεγονός
ότι εκλέγεται δημοκρατικά με διάφορες ταπεινές πλειοψηφίες του 65%.
Κι όταν δεν τα κατάφερναν με πολιτικά μέσα (ή κανένα
τυχαίο πραξικόπημα), το έριχναν στη θρησκεία των οικονομικών. Έσκιζαν τα
ρούχα τους που δίνει φθηνό πετρέλαιο στην κούβα με αντάλλαγμα κουβανούς
γιατρούς κι αυτό το βάφτιζαν οικονομικό παραλογισμό. Ξεχνούσαν βέβαια
να μας πουν με πόσο οικονομικά παράλογο (για τους βενεζουελιάνους) τρόπο
δρούσαν οι ξένες εταιρίες πετρελαίου στη βενεζουέλα ή ότι το
βενεζουελιάνικο δημόσιο είχε επενδύσει πολλά δις σ’ ένα δίκτυο διανομής
πετρελαίου στις ΗΠΑ, τη στιγμή που η βενεζουέλα είχε ανάγκη από πολύ πιο
φθηνές και σημαντικές για την υποδομή της επενδύσεις.
Όμως όσο κι αν χαιρόμουν που μια ακόμα δυτική αποικία
βρίσκει το δρόμο της προς την οικονομική και πολιτική ανεξαρτησία και
την ευημερία των πάμφτωχων πολιτών της, δεν μπορούσα να μην παρατηρήσω
και τον βολονταριστικό παραλογισμό της αριστεράς. Οι πάμφτωχοι,
αγράμματοι και χωρίς στον ήλιο μοίρα σε μαζικό βαθμό βενεζουελιάνοι
έφτασαν να συγκρίνονται με τους δυτικούς “προλετάριους” και να
αναρωτιόμαστε γιατί δεν κάνουμε το ίδιο και στη δύση. Οι επαναστατημένοι
τσιάπας ήταν παράδειγμα για το δυτικό πρεκαριάτο (τα κοινωνικά στρώματα
που βρίσκονται σ’ ένα λίμπο φθοράς και αφθαρσίας, οι επισφαλείς). Ήταν
οι τόσο χαοτικές υλικές και φαντασιακές διαφορές αυτών των ομάδων μεταξύ
τους που με έκαναν να αποφασίσω πως κάτι λάθος έχει η αφήγηση.
Επιγραμματικά, συμπερασματικά
Είπα να κλείσω αυτή τη μεγάλη παράκαμψη χρησιμοποιώντας
δύο από τις λέξεις που έδιναν τα φροντιστήρια σε λίστα στους
πρωτοδεσμήτες ως ξεκίνημα για τις νέες παραγράφους στην έκθεση των
πανελληνίων.
Οι δυτικές κοινωνίες βίωσαν ένα κοινωνικό, πολιτικό και
οικονομικό μετασχηματισμό μετά το τέλος του πολέμου που άλλαξε
τρομακτικά τα παλιά σχήματα που η μαρξιστική αριστερά χρησιμοποιούσε για
να τις εξηγήσει. Στο μεγαλύτερο μέρος της δύσης ο ραντιέρης πέθαινε
μαζί με τον προλετάριο. Αυτό ένα μεγάλο κομμάτι της αριστεράς δεν
κατάφερε να το εξηγήσει και να προσφέρει τα κατάλληλα ερμηνευτικά
εργαλεία σε αυτούς που την εμπιστεύονταν. Ίσα ίσα διατήρησε μια
ρομαντική ή αρτηριοσκληρωτική άποψη για τις κοινωνικές και οικονομικές
σχέσεις και αντιμετώπισε εχθρικά όσους προσπάθησαν να φτιάξουν
καινούργια σχήματα. Σε αυτό είχε και δίκιο και άδικο. Είχε δίκιο στο
κομμάτι εκείνο ότι οι σχέσεις παραγωγής δεν είχαν αλλάξει τόσο πολύ.
Είχε άδικο στο ότι η υλική ευημερία ήταν αδιάφορη. Δεν ήταν. Κι όσο οι
παλιοί προλετάριοι είχαν τις κατάλληλες κοινωνικές συμμαχίες με το
κράτος και κρατούσαν τις παλιές ελίτ σε απόσταση, το κεϋνσιανό
μεταπολεμικό μοντέλο μοίραζε την υπεραξία σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από
οποιοδήποτε άλλο μοντέλο της εποχής. Κάτι που αντιλήφθηκαν πολύ καλά και
οι κάτοικοι του υπαρκτού με αποτέλεσμα να βλέπουμε πολύ συχνά σοβιετικά
τανκ στους δρόμους της ανατολικής ευρώπης.
Η υλική ευημερία άλλαξε τους παλιούς προλετάριους και
νυν μεσαία στρώματα και τους έδωσε μια σιγουριά για τους εαυτούς τους.
Για διάφορους λόγους μετά το ’70 συμμάχησαν με κάτι αριστοκρατικές
μούμιες που άλλαξαν τον τρόπο που λειτουργεί το κράτος. Αυτό είχε ως
αποτέλεσμα να ανατραπούν σιγά σιγά όλες εκείνες οι κρατικές πολιτικές
που συντηρούσαν τα μεσαία στρώματα. Και παρότι είχαν στα χέρια τους
πρακτικά η δυνητικά την ιδιοκτησία και το μάνατζμεντ πολλών μέσων
παραγωγής, τα χρησιμοποίησαν με τρόπο που μάλλον συντηρούσε και
επιβεβαίωνε τον παλιό τρόπο. Εδώ είναι που η αριστερά βοήθησε αυτή την
τάση κάνοντας την αφήγησή της για τον κόσμο αδιάφορη. Επέμεν να βλέπει
τις σχέσεις ως συνέχεια του παλιού τρόπου παραγωγής και χωρίς να μπορεί
να φανταστεί έναν καινούργιο που να μην είναι η αποτυχημένη στα μάτια
όλων μέχρι το ’70 δικτατορία του προλεταριάτου.
Σημασία έχει για το σήμερα πως η δημιουργία των παλιών
συμμαχιών που έφτιαξαν τα μεσαία στρώματα περνάει σίγουρα μέσα από την
κατάληψη της εξουσίας και την εφαρμογή των γνωστών πολιτικών που θα
επιτρέψουν ξανά τη δημιουργία τους. Όμως (και εδώ κολλάει το αφιέρωμά
μου στην τεχνική) η κατάληψη της κρατικής εξουσίας δεν είναι αρκετή. Το
κράτος έχει απόλυτη εξουσία γιατί έχει το μονοπώλιο της βίας, αν όμως
θέλουμε να μην ξαναζήσουμε τη μέρα της μαρμότας θα πρέπει μαζί με τις
κρατικές πολιτικές που θα επιβάλουν την επιστροφή της ραντιέρικης
μούμιας στη σαρκοφάγο της, να αποστερήσουμε και τη δυνατότητα αυτής της
μούμιας να ξαναβγεί στην επιφάνεια, διότι τα παιδιά μας -όπως και τα
παιδιά της μεταπολεμικής γενιάς- θα πιστέψουν κάποια στιγμή πως είναι
πολύ γαμάτα και θα “ξεχάσουν” τον τρόπο με τον οποίο έγιναν γαμάτα.
Επιπλέον η κατάληψη της εξουσίας και ο μετασχηματισμός
των μέσων και των σχέσεων παραγωγής δεν χρειάζεται να γίνει με κάποια
σειρά. Και τα δύο πρέπει να γίνονται ταυτόχρονα και το ένα θα βοηθάει το
άλλο.
Η συνέχεια στο επόμενο επεισόδιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου