20 Ιουνίου 2012


 Δεν πρόκειται να ντραπώ για λογαριασμό σου. Δεν προλαβαίνω, του Σ.Α.
Αγαπητέ συγκεκριμένε αναγνώστη,

Όταν θα διαβάζεις αυτό το γράμμα, εγώ θα είμαι πια μακριά. Γράφοντας ‘μακριά’ δεν εννοώ το εξωτερικό, μα το πώς θα συνεχίσω να περπατάω το μακρύ και δύσκολο δρόμο που επέλεξες σήμερα για μένα και αρκετούς άλλους.

Αναφέρομαι τόσο στα γαλαζοπράσινα σημαιάκια, που καταλαβαίνω...
καλύτερα πια πως το ανέμισμά τους σε καθησυχάζει όσο τίποτε άλλο μέσα στον ορυμαγδό που ζούμε. Αναφέρομαι και σ’ αυτά, μα κυρίως αναφέρομαι στο θέαμα που αντίκρυσα στις 17 Ιουνίου του 2012, ώρα 9.10’ μ.μ., περνώντας μοιραία, στο δρόμο για το σπίτι, από την οδό Δηληγιάννη στο Μεταξουργείο. Ίσως να σε στεναχωρήσω μα δεν πρόκειται να ακολουθήσει κάποια γλαφυρή περιγραφή της εικόνας. Άνθρωποι που μαζεύτηκαν να πανηγυρίσουν την επιτυχία του κόμματός τους. Τελεία.

Κι αυτό είναι το πιο θλιβερό απ’ όλα. Ότι τώρα πια έβαλες μια βαριά σφραγίδα στο τι σημαίνει σύγχρονη ελληνική, και όχι μόνο, πραγματικότητα. Μα δεν αναλογιστηκές τις επιπτώσεις, φτωχέ μου. Η ηχώ από το βαρύ χτύπο της σφραγίδας δε θα αργήσει να ξαναγυρίσει και στα δικά σου αυτιά. Και τότε θα καταλάβεις, μα με το δύσκολο πια τρόπο. Θα καταλάβεις το ότι συνέβαλες, στηρίζοντας με την μία -και τόσο πολύτιμη- ψήφο σου, είτε αυτή πήγε στη δεξιά, είτε στους φασίστες, σε ένα τεράστιο πισωγύρισμα της κοινωνίας μας. Ένα πισωγύρισμα του οποίου τις επιπτώσεις, προφανώς, σήμερα δεν είσαι σε θέση καν να αντιληφθείς. Και ίσως και να έρθουν έτσι τα πράγματα που μπορεί να μην προλάβεις τα χειρότερα. Μα αυτό, φτωχέ μου άνθρωπε, θα σημαίνει κάτι άλλο ακόμα πιο βαρύ. Το ότι το τσεκούρι θα έχει περάσει σύριζα το δικό σου λαιμό, μόνο και μόνο για να προσγειωθεί σ’ εκείνον των παιδιών σου.

Και αυτό είναι που σου καταλογίζω. Μπορώ να κατανοήσω το φόβο σου και το στρίμωγμά σου και όλη την ‘ανάγκη’ που σε ώθησαν να κάνεις τη λάθος επιλογή. Αυτό που ούτε κατανοώ, ούτε σου συγχωρώ είναι πως δε δοκίμασες καν, πριν πας να ταΐσεις τις τύχες των παιδιών σου στα θηρία, να κοιτάξεις γύρω μπας και υπάρχει κι άλλος δρόμος. Ένας άλλος άνθρωπος να σε κρατήσει και μαζί κι άλλοι να πιαστούμε γερά και να στηρίξουμε ο ένας τον άλλο μπροστά στην αντάρα που δυναμώνει. Ίσως έτσι τα παιδιά σου, που ελπίζω τουλάχιστον να λες πως γι’ αυτά έκανες τώρα ό,τι έκανες, θα ‘χουν να κάνουν ένα δρόμο λίγο πιο εύκολο όπως θα μεγαλώνουν. Ξέρω πως το σύστημα, καπιταλισμός ή φασισμός, έχει ήδη αφήσει χαρακιές βαθιές πάνω σ’ εσένα ή και σε κάποιους προγόνούς σου και πως αυτές οι πληγές κι ο φόβος για τα χειρότερα σ’ έκαναν να λιποψυχήσεις. Μα είναι κρίμα γιατί τους φόβους σου, αντί να τους παλέψεις τους θέριεψες και τις πληγές σου αυτές, τις αφήνεις σήμερα κληρονομιά στα παιδιά σου. Και σαν μην έφτανε αυτό τους στερείς και τα εφόδια που θα χρειαστούν αύριο για να τις επουλώσουν. Καημένε μου άνθρωπε, η λύπη που νιώθω για σένα δεν έχει να κάνει με συμπόνια μα με οίκτο. Και το μόνο που έχω πια να σου πω, είναι πως δε θα σε περιμένω και θα συνεχίσω να περπατάω το δρόμο μου. Ξέρω πως μαζί μου περπατάνε κι άλλοι κι αν λυγίσουν κάποτε τα γόνατά μου, εκείνοι θα με κρατήσουν όσο αντέχουν. Εσένα ποιός θα σε κρατήσει…;


Υ.Γ.: Ακούω από το παράθυρό μου τα πυροτεχνήματα της νίκης σου και μοιάζουν να έχουν τον ίδιο ήχο με τις βόμβες που θα γκρεμίζουν το σπίτι των παιδιών σου.
Υ.Γ.2: Δεν πρόκειται να ντραπώ για λογαριασμό σου. Δεν προλαβαίνω.

Δεν υπάρχουν σχόλια: