11 Φεβρουαρίου 2013

«Από τη Γ' στη Δ' Ελληνική Δημοκρατία»

«Από τη Γ' στη Δ' Ελληνική Δημοκρατία»

 

του Γ. Κατρούγκαλου, επ. καθηγητή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου

[Πηγή: Ελευθεροτυπία, 09/02/2013]
 
Συντακτική ή Αναθεωρητική Βουλή; Αυτό ήταν το μείζον θεσμικό ερώτημα το 1911, χρονιά υπέρβασης της κρίσης της πρώτης χρεοκοπίας. Και σήμερα, όμως, από πολλές πλευρές διατυπώνεται η ανάγκη για το πέρασμα από τη Γ' στη Δ' Ελληνική Δημοκρατία.
Δεν είμαι βέβαιος ότι όσοι υποστηρίζουν το σύνθημα αυτό έχουν επίγνωση ότι συνεπάγεται νέο Σύνταγμα και όχι απλώς αναθεώρηση του προηγούμενου. Για πολλούς έχει, σίγουρα, χαρακτήρα φραστικού πυροτεχνήματος. Κι όμως, ανταποκρίνεται πληρέστερα στις πολιτικές απαιτήσεις των καιρών από ό,τι η «απλή» αναθεώρηση του Συντάγματος.
Και αυτό γιατί η χώρα χρειάζεται ένα νέο ξεκίνημα, τόσο σε συμβολικό όσο και σε πραγματικό, θεσμικό επίπεδο. Θυμίζω ότι με ανάλογο τρόπο έγινε το πέρασμα από την Δ' στην Ε' Γαλλική Δημοκρατία, στο αποκορύφωμα της κρίσης της Αλγερίας, που ήταν πολύ λιγότερο δραματική από αυτήν που δοκιμάζει τη δική μας χώρα. Με το δημοψήφισμα του 1958, ο στρατηγός Ντε Γκολ υπέβαλε στη λαϊκή ετυμηγορία ένα εντελώς νέο Σύνταγμα, χωρίς να σεβαστεί τη διαδικασία που προέβλεπε το άρθρο 89 για την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1946. Πέρα από τον αναγκαίο συμβολισμό (να γίνει «restart», να γυρίσει νέα σελίδα στην ιστορία της χώρας), ορισμένες από τις αμεσοδημοκρατικές αλλαγές που προσωπικά θεωρώ απολύτως αναγκαίες για την ενίσχυση του δημοκρατικού χαρακτήρα του πολιτεύματος (όπως, για παράδειγμα, η δυνατότητα ανάκλησης των βουλευτών με πρωτοβουλία του εκλογικού σώματος), μπορεί να θεωρηθεί ότι συγκρούονται με τον αυστηρά αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα που έχει λάβει η εφαρμογή της κοινοβουλευτικής αρχής στην Ελλάδα.
Ενα άλλο, πολιτικής φύσεως, επιχείρημα υπέρ της Συντακτικής και όχι της Αναθεωρητικής Βουλής ανάγεται στο ρευστό χαρακτήρα του πολιτικού σκηνικού που επικρατεί σήμερα στη χώρα. Η συνταγματική θεωρία και η κοινοβουλευτική πρακτική (εσφαλμένα, κατά τη γνώμη μου) έχουν αποδεχθεί ότι δεν είναι αναγκαία η σύμπτωση της βούλησης της πρώτης με τη δεύτερη Βουλή. Δηλαδή δεν είναι αναγκαίο η δεύτερη Βουλή να αποδεχθεί το περιεχόμενο της ρύθμισης των υπό αναθεώρηση διατάξεων που έχει αποφασιστεί από την πρώτη. Μπορεί να τις τροποποιήσει ελεύθερα, ακόμα και αντίθετα από την προηγούμενη Βουλή. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι κάτι τέτοιο, υπό τις σημερινές συνθήκες, θα συνιστά διαδικασία ρουλέτας, κάτι που δεν εξασφαλίζει την ευρεία συναίνεση την οποία επιδιώκει το άρθρο 110 του Συντάγματος.
Αντιθέτως, εάν ακολουθηθεί η διαδικασία θέσπισης νέου Συντάγματος, μπορεί να εξασφαλιστεί η άμεση νομιμοποίησή του μέσω της συστηματικής συμμετοχής του λαού στην κατάρτισή του. Η Ισλανδία, μία χώρα που πέρασε (και ξεπέρασε) κρίση ανάλογη με τη δική μας, εισφέρει το χρησιμότερο παράδειγμα. Αποφάσισε να αποκτήσει νέο Καταστατικό Χάρτη με μία πρωτοφανή διαδικασία, ανοιχτή στο λαό και στην τεχνολογία, που δικαιώνει πλήρως το νεολογισμό «Σύνταγμα ανοιχτού κώδικα». Αυτό δεν συντάχθηκε από τη Βουλή, αλλά με την ευρύτερη συμμετοχή της κοινωνίας, με τη βοήθεια και τη χρήση των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας και δικτύωσης.
Ως πρώτο βήμα, το Κοινοβούλιο συγκάλεσε λαϊκή εθνική συνέλευση για την πρώτη συζήτηση του θέματος, αποτελούμενη από χίλιους πολίτες, διαλεγμένους με κλήρο, όπως στην αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία. Στη συνέχεια όρισε μια συνταγματική επιτροπή ειδικών για τη συλλογή των αναγκαίων υποστηρικτικών δεδομένων και, τελικά, προχώρησε στην προκήρυξη εθνικών εκλογών για την επιλογή των αντιπροσώπων της Συνταγματικής Συνέλευσης. Το σχέδιο Συντάγματος της τελευταίας συζητήθηκε καθημερινά παράγραφο-παράγραφο στον Τύπο, και ιδίως στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης (Facebook, Twitter), και εγκρίθηκε με δημοψήφισμα όχι απλώς στο σύνολό του, αλλά με ερωτήματα γύρω από τις βασικές του καινοτομίες.
Υφίσταται, βεβαίως, ένα καίριο επιχείρημα κατά της συντακτικής διαδικασίας: το δικαιοκρατικό. Το Σύνταγμα του 1975 επιβίωσε τριών αναθεωρήσεων, οι οποίες διεξήχθησαν με σεβασμό στο γράμμα της διαδικασίας αναθεώρησης, πράγμα καινοφανές στην ελληνική συνταγματική ιστορία. Ηδη όμως το σύστημα θεσμών που υπηρέτησε το Σύνταγμα αυτό βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία προς την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. Η υποχώρηση του δικαιοκρατικού στοιχείου, που συνεπάγεται η μη τήρηση της διαδικασίας αναθεώρησης, εξισορροπείται και με το παραπάνω, κατά τη γνώμη μου, από την ενίσχυση του δημοκρατικού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: