Σκέψεις για την τρέχουσα ιδεολογία, την πολιτική και την οικονομία σε μια υποδουλωμένη χώρα.
Απο το Ενιαίο Παλλαϊκό Μέτωπο
Το κορυφαίο ιδεολογικό όπλο στη φαρέτρα της άρχουσας τάξης του δωσιλογισμού που αποτελεί και το ύστατο καταφύγιό της είναι η πάση θυσία παραμονή της χώρας στο ευρώ. Το αντίτιμο που επιφυλάσσει για το λαό είναι η πλήρης εξαθλίωσή του. Γιατί άραγε τόσο πείσμα σε ένα διαφαινόμενο δια γυμνού οφθαλμού αδιέξοδο για οποιονδήποτε στοιχειωδώς σκεπτόμενο άνθρωπο με ανεξαρτησία πνεύματος;
Οικονομολόγοι απ’ όλο τον κόσμο και όλου του πολιτικού φάσματος ακόμη και άκρως συντηρητικοί, ακαδημαϊκοί ή μετέχοντες και σε «ιδιωτικούς θεσμούς» του συστήματος διαπιστώνουν ότι η παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ θα επιδεινώνει συνεχώς και το πρόβλημα χρέους, αλλά και την ελληνική οικονομία συνολικά, σε όλες τις εκφάνσεις της (παραγωγή, δημοσιονομικά, εμπορικό και ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κ.ο.κ.)
Όλοι αυτοί οι σκεπτόμενοι άνθρωποι, οικονομολόγοι αλλά όχι μόνον με τα επιχειρήματά τους κατηγορούνται ως εσμός κερδοσκόπων και ύποπτων συμφερόντων από τους κυβερνητικά κατευθυνόμενους καθηγητάδες, τους καθεστωτικούς κονδυλοφόρους, τους τηλεοπτικούς αστέρες και όλους τους ειδήμονες «φίλους του λαού» εντός της χώρας. Ενεργοποιούνται όλα τα φοβικά σύνδρομα του κόσμου, όπως ότι οι καταθέτες θα χάσουν την αξία των καταθέσεών τους, οι δανειολήπτες θα βρεθούν μπροστά σε εξωφρενική διόγκωση των χρεών τους, οι μισθωτοί μπροστά σε εκμηδενισμό των απολαβών τους, όλος ο πληθυσμός θα βρεθεί αντιμέτωπος με το ψύχος και την πείνα λόγω αδυναμίας εισαγωγών βασικών πρώτων υλών, πετρελαίου, καυσίμων, τροφίμων και γενικά ειδών πρώτης ανάγκης. Απειλείται ακόμη και η έναρξη εμφυλίου πολέμου με τυχόν έξοδο από το ευρώ.
ΟΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΔΙΩΞΕΙΣ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Πρόκειται για μια πλήρη αντιστροφή της πραγματικότητας. Οι ίδιοι έχουν επιτρέψει μέχρι τώρα με την ακολουθούμενη πολιτική τους την έξοδο από τη χώρα των ισχυρών κεφαλαίων σε ασφαλή καταφύγια και είναι τα ίδια που καραδοκούν με αυτόν τον τρόπο να αξιοποιηθούν στο μέλλον ως άρπακτικά της εγχώριας περιουσίας, αν και όταν ολοκληρωθούν τα σχέδιά τους. Η έξοδος από το ευρώ είναι λοιπόν νομίζουμε αναπόφευκτη, το ζητούμενο είναι πότε, με ποιους όρους και εν τέλει υπό την κυριαρχία ποιών δυνάμεων θα πραγματοποιηθεί. Από τις σημερινές δυνάμεις της χρεοκρατίας στη σπειροειδή καθηλωτική πορεία που μας έχουν επιφυλάξει, ή από τις δυνάμεις του λαού στην εξουσία με μια άλλη προοπτική που θα αναπτύξουμε συνοπτικά παρακάτω.
Επίσης εξυπηρετούν κατά κύριο λόγο το εγχώριο, με διεθνείς ωστόσο συνδέσεις, τραπεζικό κεφάλαιο να διατηρήσει ανέπαφες τις χρηματικές απαιτήσεις του από τα χορηγηθέντα δάνεια σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αλλά και ως προς το κρατικό χρέος που κατέχει (νομισματική υπεραξίωση).
Αντίστροφα τα εισοδήματα των δανειοληπτών συρρικνώνονται βιαίως με τα μεν νοικοκυριά να στενάζουν κάτω από το βάρος των άγριων περικοπών που ονομάζονται κοσμίως «εσωτερική υποτίμηση» (το φόβητρο μιας υποτιμημένης δραχμής είναι κατ’ ουσία ήδη εδώ και μάλιστα με το χειρότερο τρόπο, αφού οι τιμές των περισσοτέρων προϊόντων κυρίως πρώτης ανάγκης – διατροφή, θέρμανση, κίνηση - παραμένουν στα ίδια επίπεδα, ενώ οι μισθοί έχουν υποστεί δραματικές μειώσεις) και την εξοντωτική υπερφορολόγηση, τις δε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις πλην ελαχίστων περιπτώσεων να βρίσκονται σε κατάσταση απόγνωσης από την κατάρρευση της εσωτερικής αγοράς, την παντελή έλλειψη ρευστότητας, και επίσης τη φορολογική λαίλαπα σε αμέσους και εμμέσους φόρους.
Όσον αφορά τους έρημους τους καταθέτες που νομίζουν ότι έχουν ακόμη κάποια αποταμίευση στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, που διατηρείται πλέον εν ζωή με το ζόρι αποκλειστικά με τα χρήματα των φορολογουμένων (έχουν λάβει ήδη 110 δις ευρώ από τις κρατικές ενισχύσεις, όσο και το ποσόν του διεθνούς υποδουλωτικού δανεισμού - μη εισέτι εξ ολοκλήρου εκταμιευθέν), και τις ενέσεις ρευστότητας της Ευρωπαϊκής «Κεντρικής» Τράπεζας, καλύτερα να τις ξεχάσουν.
Η βίαιη αυτή ανακατανομή πλούτου από την εργασία προς το κεφάλαιο, από τους πιο αδύναμους κρίκους προς τους πλέον ισχυρούς πόλους του, από την παραγωγή προς το χρηματικό κεφάλαιο και τέλος εκ των έσω προς τα έξω, με πρόσχημα το χρέος και μοχλό τα αδυσώπητα και ολισθηρά μέτρα που λαμβάνονται εν ονόματι αυτού, μας βυθίζει χωρίς προοπτική στο τέλμα και τη λεηλασία όλων των μέσων της ζωής μας.
Αν στο τέλος αυτής της πορείας, συνεχίσουν να παραμένουν στην εξουσία οι δυνάμεις της χρεοκρατίας που έχουν αριστοτεχνικά σχεδιάσει και εφαρμόζουν την προδιαγεγραμμένη αυτή πορεία αποπτώχευσης του λαού και της χώρας, ενδεχομένως, αφού έχουν θωρακίσει το ευρωπαϊκό τραπεζικό τους σύστημα από τη μόλυνση, μας οδηγήσουν και στην έξοδο από το αγαπητό τους νόμισμα, με το χειρότερο τρόπο, βάζοντας στην εμπροσθοφυλακή του άθλιου έργου τους, τους νέους μαυραγορίτες, για να δώσουν, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία που σήμερα διαχέεται ως ιδεολογική τρομοκρατία, το τελειωτικό χτύπημα στο λαό, που τσακισμένος, απογοητευμένος, ανέστιος πρόσφυγας στη χώρα του, από την οποία στα σχέδια των κρατούντων έχει ήδη εξορισθεί, να υποκύψει ως εξαθλιωμένο προλεταριάτο της βαλκανικής στη μισθολογική κινεζοποίηση των νέων αναπτυξιακών οικονομικών ζωνών του καλλικράτη υπό την επενδυτική – με «ευρωπαϊκές χορηγίες / βλ. ΕΣΠΑ - αιγίδα του γερμανικού κεφαλαίου και των λοιπών συνεργατών του.
Αυτό είναι το νέο «αναπτυξιακό πρότυπο» της χώρας και ο επόμενος κύκλος συσσώρευσης του κεφαλαίου σε ένα νεοαπαποικιακό καθεστώς προτεκτοράτου, όπου αποκαλύπτεται και η λεγόμενη «πράσινη ανάπτυξη», μια ενεργοβόρα βιομηχανία εξαγωγής φθηνής ηλεκτρικής ενέργειας με εξάντληση του Αιγαίου πελάγους σε ανεμογεννήτριες, της ενδοχώρας με φωτοβοαλταϊκά συστήματα, την υπερεκμετάλλευση των κοιτασμάτων, την εξαγωγή και διακίνηση πρώτων ενεργειακών υλών, όπως το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο.
Η ελληνική ολιγαρχία ευελπιστεί σ’ αυτό το πλαίσιο «διεθνούς προστασίας» έναντι του ελληνικού λαού, να συμμετέχει εξαγοράζοντας με τα χρηματικά κεφάλαια που έχει και εξακολουθεί ακόμη να φυγαδεύγει, τα τμήματα πλούτου που είτε δεν ενδιαφέρουν άμεσα το ξένο ληστρικό κεφάλαιο ή σε συνεργασία μαζί του συμπεριφερόμενη ουσιαστικά ως ξένο κεφάλαιο. Ιδιωτική ακίνητη περιουσία, τουριστικές επιχειρήσεις, μεταφορικά μέσα, τμήματα των ιδιωτικοποιούμενων δημόσιων επιχειρήσεων κλπ.
Αυτοί είναι οι πραγματικοί λόγοι της λυσσαλέας υπεράσπισης του ευρώ από το καθεστώς. Συσσώρευση όλων των χρηματικών αποθεμάτων σε ευρώ και άλλα ισχυρά ρευστά μέσα (π.χ. χρυσός) από την ολιγαρχία και το ξένο ληστρικό κεφάλαιο με απόλυτο στέγνωμα της αγοράς από χρηματικά διαθέσιμα ώστε να αποτελέσουν το εργαλείο λεηλασίας του εγχώριου υλικού πλούτου.
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΖΩΝΗ
Ας ξαναγυρίσουμε όμως από την ιδεολογία, την πολιτική και τους κυρίαρχους σχεδιασμούς, στην οικονομική πραγματικότητα και το επίδικο αντικείμενο, το «ευρωπαϊκό νόμισμα».
Το ευρώ αποτελεί στην πραγματικότητα ένα ψευδονόμισμα. Δεν μπορεί να είναι νοητό ένα κυρίαρχο σε ενοποιημένη οικονομική επικράτεια νόμισμα, το οποίο να έχει τόσα διαφορετικά βασικά επιτόκια όσα και τα μέρη που την απαρτίζουν.
Τα διαφορετικά αυτά επιτόκια καθορίζονται από διάφορους παράγοντες εκπορευόμενους από το γεγονός ότι η ΕΕ και η Ευρωζώνη, αποτελούνται από χώρες που έχουν τεράστιες αποκλίσεις μεταξύ τους, οι οποίες με βάση την αρχιτεκτονική του νομίσματος, διευρύνονται αντί να ελαττώνονται, αφού αυτό δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα ενός κοινού νομίσματος ή μιας νομισματικής πολιτικής.
Οι παράγοντες αυτοί είναι το επίπεδο ανάπτυξης, δηλαδή η άνιση ανάπτυξη μεταξύ των διαφόρων αυτών χωρών, η παραγωγικότητα της εργασίας και η ανταγωνιστικότητα της παραγωγικής μηχανής και του συνόλου της οικονομίας σε κάθε χώρα, οι δημοσιονομικές αποκλίσεις, η έλλειψη βιομηχανικής πολιτικής και προσπάθειας πραγματικής σύγκλισης των επιπέδων ανάπτυξης, η απορρύθμιση και η ανεξέλεγκτη τροχιά των αγορών χρήματος, κεφαλαίου, εμπορευμάτων, ανθρώπινου δυναμικού.
Είναι επίσης ένα αποτέλεσμα του «ασφαλίστρου κινδύνου» που προστίθεται αποφασιστικά στους παραπάνω παράγοντες και έχει σχέση με την πιστοληπτική ικανότητα και τον κίνδυνο χρεοκοπίας δηλαδή το ύψος του συσσωρευμένου χρέους σε σχέση με τη δυνατότητα αποπληρωμής του, από τις παραγωγικές δυνατότητες τα χώρας, ήτοι το ετήσιο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν και τα απαιτούμενα με βάση αυτό έτη για την εξόφλησή του.
Το ευρώ έτσι όπως σχεδιάστηκε και λειτούργησε μέχρι σήμερα έχει αποτελέσει ένα μηχανισμό κυριαρχίας και μεταφοράς πόρων από τις πιο αδύναμες οικονομικά και παραγωγικά «οικονομικές οντότητες» / χώρες στους ισχυρότερους πόλους, από το «νότο» προς το «βορρά», από τη μεσόγειο προς τη κεντρική και βόρεια ευρώπη (μεσευρώπη) με αποτέλεσμα το αρχικό χάσμα μεταξύ τους να διευρύνεται αντί της σύγκλισης σύμφωνα με την κυρίαρχη ρητορική και την επικράτηση της γερμανίας σε μια ηγεμονική θέση.
Η λειτουργία ενός πραγματικά εθνικού νομίσματος πρέπει να στηρίζεται σε μια παραγωγική και οικονομική επικράτεια με ενιαίους τόσο δημοσιονομικούς (κρατικά ελλείμματα και χρηματοδότησή τους ή ενδεχομένως πλεονάσματα) όσο και νομισματικούς κανόνες (ενιαία χωρίς περιφερειακές διακρίσεις κυκλοφορία της απαιτούμενης ποσότητας χρήματος τόσο στην έκδοση όσο και στο δανεισμό) στο εσωτερικό της και ενοποιημένη ολότητα ως προς τις εξωτερικές της σχέσεις - ισοζύγιο πληρωμών, κοινό εξωτερικό «δημόσιο» χρέος.
Το συνολικό οικοδόμημα της ευρωπαίκής ενοποίησης και όπως ξεκίνησε αλλά και όπως μετεξελίχθηκε είναι προβληματικό, ιδιαίτερα όμως με τη νομισματική του «ολοκλήρωση» στη συγκεκριμένη ομάδα χωρών της ευρωζώνης και με τον τρόπο που πραγματοποιήθηκε όξυνε τις αντιφάσεις του καπιταλισμού και οδήγησε σε ένα πανίσχυρο κέντρο με δορυφοροποίηση τόσο των πιο αδύναμων κρίκων, όσο και των εκτός ευρώ χωρών, δημιουργώντας μια ευρωπεριφέρεια.
Σε όλα τα παραπάνω προβλήματα και αντιφάσεις που συσσωρεύονταν σε όλη τη χρονική περίοδο λειτουργίας του ευρώ που οδηγούσαν στις αποκλίσεις που αναφέρθηκαν ήλθε να προστεθεί η κρίση που ξέσπασε το 2008 ως χρηματοπιστωτική, αρχικά στις ΗΠΑ και στη συνέχεια μεταδιδόμενη και την Ευρώπη, για να αγκαλιάσει το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα, εξελίχθηκε στη συνέχεια για την αντιμετώπιση των άμεσων συνεπειών της σε δημοσιονομική, για να μετεξελιχθεί εν τέλει σε κρίση χρέους των πιο αδύναμων χωρών και κατ’ επέκταση σε νομισματική λόγω της συμμετοχής αυτών στο ευρώ, αλλά και στις ασύμμετρες πολιτικές μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και χρηματιστηριακή κρίση και οδεύει ολοταχώς σε γενικευμένη κρίση του συστήματος, επιστρέφοντας με μεγαλύτερη οξύτητα και λιγότερες δυνατότητες διεξόδων με βάση το σημερινό συσχετισμό δυνάμεων, με αποτέλεσμα να φαίνεται αξεπέραστη.
Εδώ βέβαια έχει ξεκινήσει σε παγκόσμιο επίπεδο ένας πόλεμος όλων εναντίον όλων και τα πρώτα θύματα θα αποτελέσουν οι πιο αδύναμες χώρες και οι πιο αδύναμες κοινωνικές ομάδες στην προσπάθεια και την πάλη για τη διατήρηση και επέκταση ισχύος μεταξύ των κυρίαρχων δυνάμεων, αλλά και της αντίδρασης των λαών και των εργαζόμενων τάξεων απέναντι στις επιθέσεις που δέχονται.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΧΡΕΟΥΣ, ΕΥΡΩ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Το ευρώ αποτέλεσε για τη χώρα μας μια από τις γενεσιουργές – αλλά όχι τη μόνη – αιτίες της κρίσης του «δημόσιου» χρέους, η κρίση όμως του 2008 ήλθε να επιταχύνει και να παροξύνει τις προϋπάρχουσες αντιφάσεις του συστήματος λόγω συμμετοχής στο ευρώ, αλλά και του μοντέλου που κυριάρχησε μεταπολεμικά και μεταπολιτευτικά μετά το 1974 με την κρατική υπερχρέωση να διογκώνεται από τους μηχανισμούς ξένης εξάρτησης, τοκογλυφικής εκμετάλλευσης, παροχών και φοροαπαλλαγών στο κεφάλαιο κλπ.
Δυστυχώς ένα μεγάλο μέρος της αριστεράς, κυρίως της κοινοβουλευτικής, αλλά ακόμη και τμημάτων της εξωκοινοβουλετικής αριστεράς αντιλαμβάνεται την παραμονή στο ευρώ και τους μηχανισμούς της Ε.Ε. και της ευρωζώνης, ως ένα νέο διεθνισμό της εργατικής τάξης και συμπλέει εν τέλει με τις κυρίαρχες δυνάμεις του καθεστώτος, εμποδίζοντας τη διαμόρφωση ριζοσπαστικών και ολοκληρωμένων προταγμάτων που να απεγκλωβίζουν τα λαϊκά στρώματα προσφέροντάς τους μια άλλη πνοή ενότητας και αποτελεσματικού αγώνα. Περιορίζονται έτσι στη διεκδίκηση αποσπασματικών αιτημάτων που δεν έχουν καμία αποτελεσματικότητα, δεν μπορούν να συσπειρώσουν μεγάλες λαϊκές μάζες, εξαιρώντας επί το πλείστον μεγάλα τμήματα των πληττομένων από τις βάρβαρες πολιτικές στρωμάτων και δημιουργούν επιπλέον απογοήτευση και αποδυνάμωση των αγώνων.
Παρά το γεγονός ότι, όπως και η ίδια η αριστερά θα δεχόταν με βάση τη μαρξική ανάλυση, η βαθύτερη ερμηνεία για τη στάση των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων απέναντι στους ταξικούς αγώνες και τα διακυβεύματά τους εδράζεται σε υλικούς μάλλον παρά σε θεωρητικούς ή ιδεολογικούς παράγοντες, οι οποίοι είναι αποτέλεσμα των πρώτων, κρίνουμε σκόπιμο να αναφέρουμε τις θεωρητικές και ιδεολογικές αφετηρίες με βάση τις οποίες διαμορφώνεται η στάση των διαφόρων αριστερών δυνάμεων.
Η πρώτη θεωρητική αφετηρία είναι ότι με τη συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το πεδίο της ταξικής πάλης, έχει μεταφερθεί από τα εθνικά κράτη στην Ευρώπη. Εδώ υφέρπουν δύο βαθιά εσφαλμένες αναγνώσεις του εργατικού διεθνισμού. Η πρώτη είναι ότι η ταξική πάλη ουδέποτε διεξάγεται με ευθύγραμμο τρόπο σε ένα αφηρημένο διεθνικό επίπεδο, αγνοώντας το εθνικό πεδίο. Η αλληλεγγύη μεταξύ της εργατικής τάξης διαφορετικών χωρών σε παγκόσμιο επίπεδο δεν οικοδομείται με αυτοματισμούς. Το δεύτερο ολίσθημα είναι ότι αποδέχεται το «νόμισμα» ευρώ ή τους ολοκληρωτικούς θεσμούς της ευρωζώνης ως ενοποιητικό κρίκο της «ευρωπαϊκής» εργατικής τάξης για να διαμορφώσει αυτή έτσι κοινούς στόχους, απέναντι σε μια ενιαία ευρωπαϊκή αστική τάξη.
Πρόκειται για φανταστικές κατασκευές. Κατ’ αρχάς τα εθνικά κράτη συνεχίζουν να υπάρχουν με τους θεσμούς τους, τα σύνορά τους, τις ιδιαιτερότητές τους, τα διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης, αποτελώντας το πρωταρχικό πεδίο διεξαγωγής της ταξικής πάλης.
Η ταξική διάρθρωση στο εσωτερικό της κάθε χώρας, δεν έχει υπερβεί τα εθνικά σύνορα ώστε να συγκροτείται μια ενιαία υπόσταση κάθε επιμέρους τάξης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν υπάρχει δηλαδή «ευρωπαϊκή αστική τάξη» ούτε «ευρωπαϊκή εργατική τάξη». Εδώ είναι δύσκολο να ενοποιηθούν τα διάφορα τμήματα της εργατικής τάξης μόνο στη χώρα μας, θα ενοποιηθεί αυτόματα σε ευρωπαϊκή κλίμακα;
Γύρω από ποιους στόχους μπορεί να ενοποιηθεί η εργατική τάξη της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας, της Ελλάδας, της Γερμανίας; Την πάλη για διατήρηση των βίαια ανατρεπομένων συνθηκών ζωής των Ελλήνων εργαζομένων; Ενδιαφέρθηκε και πώς η ελληνική εργατική τάξη ή η ελληνική αριστερά για την καταβαράθρωση του επιπέδου ζωής των χωρών τα ανατολικής ευρώπης; Μήπως είναι ο στόχος του σοσιαλισμού που μπορεί να ενοποιήσει τη γερμανική εργατική τάξη με τις υπόλοιπες τάξεις των άλλων χωρών της Ευρώπης, της ΕΕ ή της ευρωζώνης; Και γιατί άραγε δεν τίθεται από αυτήν; Και ποιος σοσιαλισμός, ο ανύπαρκτος «σοβιετικού τύπου» που κατέρρευσε; Είναι ευκολότερη άραγε η συμμαχία μεταξύ εργατικών τάξεων των ευρωπαϊκών χωρών ή μεταξύ των διαφόρων πληττομένων, από το ληστρικό διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, τάξεων και στρωμάτων υπό αναδιάταξη, στη χώρα μας;
Αξίζει να σημειωθεί λοιπόν εδώ ότι σε συνθήκες βαθειάς ύφεσης, όπου μας οδηγεί ενσυνείδητα η πολιτική που εφαρμόζει το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο με τη συμμαχία της ελληνικής ολιγαρχίας και της κυβέρνησης των δωσιλόγων που έχουν εγκαταστήσει, η ταξική διάρθρωση της κοινωνίας δεν είναι αυτή που διαμορφώνει η έστω και διευρυμένη αναπαραγωγή. Η ταξική κινητικότητα η οποία κατευθύνεται πλέον μονόπλευρα σε καθοδική φορά – τη μαζική προλεταριοποίηση των μεσαίων και χαμηλότερων μικροαστικών μαζών, όλων των κατηγοριών – δημιουργεί ένα εκρηκτικό διογκούμενο πόλο, που δεν μπορεί να ερμηνευθεί από την κλασσική μαρξική κατηγορία της εργατικής τάξης, τα δικαιώματα της οποίας υποτίθεται ότι υποστηρίζει η αριστερά.
Επομένως τα τμήματα αυτά της αριστεράς δεν εντοπίζουν σωστά το υποκείμενο στο οποίο απευθύνονται και το οποίο έχει κάθε συμφέρον να ανατρέψει την παρούσα κατάσταση, αυτοπεριοριζόμενες στη διατύπωση αιτημάτων ενός φανταστικού μειοψηφικού υποκειμένου που τίθεται κατ’ αυτήν αντιμέτωπο με το πραγματικό εν δυνάμει κοινωνικό υποκείμενο του αγώνα.
Αν θα θέλαμε να ανιχνεύσουμε τις ταξικές και κοινωνικές προϋποποθέσεις της στάσης της «πλειοψηφίας» της αριστεράς, θα λέγαμε ότι μάλλον συμπαρασύρονται από την αυτονόμηση του συνόλου του πολιτικού προσωπικού της χώρας από τις κοινωνικές δυνάμεις και τη μονόπλευρη τοποθέτησή του στην ξενόδουλη ολιγαρχία, η οποία επέλεξε να συμμετέχει στο αρπακτικό διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο για τη μεταβολή της χώρας σε διεθνές προτεκτοράτο Η διαδικασία αυτή αυτονόμησης έχει ισχυρούς αρμούς στις ποικιλώνυμες ευρωπαϊκές και εθνικές χρηματοδοτήσεις του πολιτικού συστήματος, κομματικές και άλλες, οι οποίες δημιουργούν ισχυρές εξαρτήσεις.
Η ΑΛΛΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ : Ο ΛΑΟΣ ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ
Αν η έξοδος από το ευρώ και η υιοθέτηση εθνικού νομίσματος γίνει μετά από τη μη αναγνώριση και την άρνηση της πληρωμής του χρέους που θα επιβάλει ο λαός και από έναν άλλο συσχετισμό κοινωνικών δυνάμεων, μπορεί να αποτελέσει την έναρξη άσκησης εθνικής νομισματικής πολιτικής για την παραγωγική αναδιάρθρωση και την οικονομική ανόρθωση της χώρας, τη χρηματοδότηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, παράλληλα με την εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, ανοίγεται ένας άλλος ελπιδοφόρος δρόμος για τον ελληνικό λαό και τη χώρα μας. (ΠΡΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ)
Απο το Ενιαίο Παλλαϊκό Μέτωπο
Το κορυφαίο ιδεολογικό όπλο στη φαρέτρα της άρχουσας τάξης του δωσιλογισμού που αποτελεί και το ύστατο καταφύγιό της είναι η πάση θυσία παραμονή της χώρας στο ευρώ. Το αντίτιμο που επιφυλάσσει για το λαό είναι η πλήρης εξαθλίωσή του. Γιατί άραγε τόσο πείσμα σε ένα διαφαινόμενο δια γυμνού οφθαλμού αδιέξοδο για οποιονδήποτε στοιχειωδώς σκεπτόμενο άνθρωπο με ανεξαρτησία πνεύματος;
Οικονομολόγοι απ’ όλο τον κόσμο και όλου του πολιτικού φάσματος ακόμη και άκρως συντηρητικοί, ακαδημαϊκοί ή μετέχοντες και σε «ιδιωτικούς θεσμούς» του συστήματος διαπιστώνουν ότι η παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ θα επιδεινώνει συνεχώς και το πρόβλημα χρέους, αλλά και την ελληνική οικονομία συνολικά, σε όλες τις εκφάνσεις της (παραγωγή, δημοσιονομικά, εμπορικό και ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κ.ο.κ.)
Όλοι αυτοί οι σκεπτόμενοι άνθρωποι, οικονομολόγοι αλλά όχι μόνον με τα επιχειρήματά τους κατηγορούνται ως εσμός κερδοσκόπων και ύποπτων συμφερόντων από τους κυβερνητικά κατευθυνόμενους καθηγητάδες, τους καθεστωτικούς κονδυλοφόρους, τους τηλεοπτικούς αστέρες και όλους τους ειδήμονες «φίλους του λαού» εντός της χώρας. Ενεργοποιούνται όλα τα φοβικά σύνδρομα του κόσμου, όπως ότι οι καταθέτες θα χάσουν την αξία των καταθέσεών τους, οι δανειολήπτες θα βρεθούν μπροστά σε εξωφρενική διόγκωση των χρεών τους, οι μισθωτοί μπροστά σε εκμηδενισμό των απολαβών τους, όλος ο πληθυσμός θα βρεθεί αντιμέτωπος με το ψύχος και την πείνα λόγω αδυναμίας εισαγωγών βασικών πρώτων υλών, πετρελαίου, καυσίμων, τροφίμων και γενικά ειδών πρώτης ανάγκης. Απειλείται ακόμη και η έναρξη εμφυλίου πολέμου με τυχόν έξοδο από το ευρώ.
ΟΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΔΙΩΞΕΙΣ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Πρόκειται για μια πλήρη αντιστροφή της πραγματικότητας. Οι ίδιοι έχουν επιτρέψει μέχρι τώρα με την ακολουθούμενη πολιτική τους την έξοδο από τη χώρα των ισχυρών κεφαλαίων σε ασφαλή καταφύγια και είναι τα ίδια που καραδοκούν με αυτόν τον τρόπο να αξιοποιηθούν στο μέλλον ως άρπακτικά της εγχώριας περιουσίας, αν και όταν ολοκληρωθούν τα σχέδιά τους. Η έξοδος από το ευρώ είναι λοιπόν νομίζουμε αναπόφευκτη, το ζητούμενο είναι πότε, με ποιους όρους και εν τέλει υπό την κυριαρχία ποιών δυνάμεων θα πραγματοποιηθεί. Από τις σημερινές δυνάμεις της χρεοκρατίας στη σπειροειδή καθηλωτική πορεία που μας έχουν επιφυλάξει, ή από τις δυνάμεις του λαού στην εξουσία με μια άλλη προοπτική που θα αναπτύξουμε συνοπτικά παρακάτω.
Επίσης εξυπηρετούν κατά κύριο λόγο το εγχώριο, με διεθνείς ωστόσο συνδέσεις, τραπεζικό κεφάλαιο να διατηρήσει ανέπαφες τις χρηματικές απαιτήσεις του από τα χορηγηθέντα δάνεια σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αλλά και ως προς το κρατικό χρέος που κατέχει (νομισματική υπεραξίωση).
Αντίστροφα τα εισοδήματα των δανειοληπτών συρρικνώνονται βιαίως με τα μεν νοικοκυριά να στενάζουν κάτω από το βάρος των άγριων περικοπών που ονομάζονται κοσμίως «εσωτερική υποτίμηση» (το φόβητρο μιας υποτιμημένης δραχμής είναι κατ’ ουσία ήδη εδώ και μάλιστα με το χειρότερο τρόπο, αφού οι τιμές των περισσοτέρων προϊόντων κυρίως πρώτης ανάγκης – διατροφή, θέρμανση, κίνηση - παραμένουν στα ίδια επίπεδα, ενώ οι μισθοί έχουν υποστεί δραματικές μειώσεις) και την εξοντωτική υπερφορολόγηση, τις δε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις πλην ελαχίστων περιπτώσεων να βρίσκονται σε κατάσταση απόγνωσης από την κατάρρευση της εσωτερικής αγοράς, την παντελή έλλειψη ρευστότητας, και επίσης τη φορολογική λαίλαπα σε αμέσους και εμμέσους φόρους.
Όσον αφορά τους έρημους τους καταθέτες που νομίζουν ότι έχουν ακόμη κάποια αποταμίευση στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, που διατηρείται πλέον εν ζωή με το ζόρι αποκλειστικά με τα χρήματα των φορολογουμένων (έχουν λάβει ήδη 110 δις ευρώ από τις κρατικές ενισχύσεις, όσο και το ποσόν του διεθνούς υποδουλωτικού δανεισμού - μη εισέτι εξ ολοκλήρου εκταμιευθέν), και τις ενέσεις ρευστότητας της Ευρωπαϊκής «Κεντρικής» Τράπεζας, καλύτερα να τις ξεχάσουν.
Η βίαιη αυτή ανακατανομή πλούτου από την εργασία προς το κεφάλαιο, από τους πιο αδύναμους κρίκους προς τους πλέον ισχυρούς πόλους του, από την παραγωγή προς το χρηματικό κεφάλαιο και τέλος εκ των έσω προς τα έξω, με πρόσχημα το χρέος και μοχλό τα αδυσώπητα και ολισθηρά μέτρα που λαμβάνονται εν ονόματι αυτού, μας βυθίζει χωρίς προοπτική στο τέλμα και τη λεηλασία όλων των μέσων της ζωής μας.
Αν στο τέλος αυτής της πορείας, συνεχίσουν να παραμένουν στην εξουσία οι δυνάμεις της χρεοκρατίας που έχουν αριστοτεχνικά σχεδιάσει και εφαρμόζουν την προδιαγεγραμμένη αυτή πορεία αποπτώχευσης του λαού και της χώρας, ενδεχομένως, αφού έχουν θωρακίσει το ευρωπαϊκό τραπεζικό τους σύστημα από τη μόλυνση, μας οδηγήσουν και στην έξοδο από το αγαπητό τους νόμισμα, με το χειρότερο τρόπο, βάζοντας στην εμπροσθοφυλακή του άθλιου έργου τους, τους νέους μαυραγορίτες, για να δώσουν, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία που σήμερα διαχέεται ως ιδεολογική τρομοκρατία, το τελειωτικό χτύπημα στο λαό, που τσακισμένος, απογοητευμένος, ανέστιος πρόσφυγας στη χώρα του, από την οποία στα σχέδια των κρατούντων έχει ήδη εξορισθεί, να υποκύψει ως εξαθλιωμένο προλεταριάτο της βαλκανικής στη μισθολογική κινεζοποίηση των νέων αναπτυξιακών οικονομικών ζωνών του καλλικράτη υπό την επενδυτική – με «ευρωπαϊκές χορηγίες / βλ. ΕΣΠΑ - αιγίδα του γερμανικού κεφαλαίου και των λοιπών συνεργατών του.
Αυτό είναι το νέο «αναπτυξιακό πρότυπο» της χώρας και ο επόμενος κύκλος συσσώρευσης του κεφαλαίου σε ένα νεοαπαποικιακό καθεστώς προτεκτοράτου, όπου αποκαλύπτεται και η λεγόμενη «πράσινη ανάπτυξη», μια ενεργοβόρα βιομηχανία εξαγωγής φθηνής ηλεκτρικής ενέργειας με εξάντληση του Αιγαίου πελάγους σε ανεμογεννήτριες, της ενδοχώρας με φωτοβοαλταϊκά συστήματα, την υπερεκμετάλλευση των κοιτασμάτων, την εξαγωγή και διακίνηση πρώτων ενεργειακών υλών, όπως το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο.
Η ελληνική ολιγαρχία ευελπιστεί σ’ αυτό το πλαίσιο «διεθνούς προστασίας» έναντι του ελληνικού λαού, να συμμετέχει εξαγοράζοντας με τα χρηματικά κεφάλαια που έχει και εξακολουθεί ακόμη να φυγαδεύγει, τα τμήματα πλούτου που είτε δεν ενδιαφέρουν άμεσα το ξένο ληστρικό κεφάλαιο ή σε συνεργασία μαζί του συμπεριφερόμενη ουσιαστικά ως ξένο κεφάλαιο. Ιδιωτική ακίνητη περιουσία, τουριστικές επιχειρήσεις, μεταφορικά μέσα, τμήματα των ιδιωτικοποιούμενων δημόσιων επιχειρήσεων κλπ.
Αυτοί είναι οι πραγματικοί λόγοι της λυσσαλέας υπεράσπισης του ευρώ από το καθεστώς. Συσσώρευση όλων των χρηματικών αποθεμάτων σε ευρώ και άλλα ισχυρά ρευστά μέσα (π.χ. χρυσός) από την ολιγαρχία και το ξένο ληστρικό κεφάλαιο με απόλυτο στέγνωμα της αγοράς από χρηματικά διαθέσιμα ώστε να αποτελέσουν το εργαλείο λεηλασίας του εγχώριου υλικού πλούτου.
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΖΩΝΗ
Ας ξαναγυρίσουμε όμως από την ιδεολογία, την πολιτική και τους κυρίαρχους σχεδιασμούς, στην οικονομική πραγματικότητα και το επίδικο αντικείμενο, το «ευρωπαϊκό νόμισμα».
Το ευρώ αποτελεί στην πραγματικότητα ένα ψευδονόμισμα. Δεν μπορεί να είναι νοητό ένα κυρίαρχο σε ενοποιημένη οικονομική επικράτεια νόμισμα, το οποίο να έχει τόσα διαφορετικά βασικά επιτόκια όσα και τα μέρη που την απαρτίζουν.
Τα διαφορετικά αυτά επιτόκια καθορίζονται από διάφορους παράγοντες εκπορευόμενους από το γεγονός ότι η ΕΕ και η Ευρωζώνη, αποτελούνται από χώρες που έχουν τεράστιες αποκλίσεις μεταξύ τους, οι οποίες με βάση την αρχιτεκτονική του νομίσματος, διευρύνονται αντί να ελαττώνονται, αφού αυτό δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα ενός κοινού νομίσματος ή μιας νομισματικής πολιτικής.
Οι παράγοντες αυτοί είναι το επίπεδο ανάπτυξης, δηλαδή η άνιση ανάπτυξη μεταξύ των διαφόρων αυτών χωρών, η παραγωγικότητα της εργασίας και η ανταγωνιστικότητα της παραγωγικής μηχανής και του συνόλου της οικονομίας σε κάθε χώρα, οι δημοσιονομικές αποκλίσεις, η έλλειψη βιομηχανικής πολιτικής και προσπάθειας πραγματικής σύγκλισης των επιπέδων ανάπτυξης, η απορρύθμιση και η ανεξέλεγκτη τροχιά των αγορών χρήματος, κεφαλαίου, εμπορευμάτων, ανθρώπινου δυναμικού.
Είναι επίσης ένα αποτέλεσμα του «ασφαλίστρου κινδύνου» που προστίθεται αποφασιστικά στους παραπάνω παράγοντες και έχει σχέση με την πιστοληπτική ικανότητα και τον κίνδυνο χρεοκοπίας δηλαδή το ύψος του συσσωρευμένου χρέους σε σχέση με τη δυνατότητα αποπληρωμής του, από τις παραγωγικές δυνατότητες τα χώρας, ήτοι το ετήσιο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν και τα απαιτούμενα με βάση αυτό έτη για την εξόφλησή του.
Το ευρώ έτσι όπως σχεδιάστηκε και λειτούργησε μέχρι σήμερα έχει αποτελέσει ένα μηχανισμό κυριαρχίας και μεταφοράς πόρων από τις πιο αδύναμες οικονομικά και παραγωγικά «οικονομικές οντότητες» / χώρες στους ισχυρότερους πόλους, από το «νότο» προς το «βορρά», από τη μεσόγειο προς τη κεντρική και βόρεια ευρώπη (μεσευρώπη) με αποτέλεσμα το αρχικό χάσμα μεταξύ τους να διευρύνεται αντί της σύγκλισης σύμφωνα με την κυρίαρχη ρητορική και την επικράτηση της γερμανίας σε μια ηγεμονική θέση.
Η λειτουργία ενός πραγματικά εθνικού νομίσματος πρέπει να στηρίζεται σε μια παραγωγική και οικονομική επικράτεια με ενιαίους τόσο δημοσιονομικούς (κρατικά ελλείμματα και χρηματοδότησή τους ή ενδεχομένως πλεονάσματα) όσο και νομισματικούς κανόνες (ενιαία χωρίς περιφερειακές διακρίσεις κυκλοφορία της απαιτούμενης ποσότητας χρήματος τόσο στην έκδοση όσο και στο δανεισμό) στο εσωτερικό της και ενοποιημένη ολότητα ως προς τις εξωτερικές της σχέσεις - ισοζύγιο πληρωμών, κοινό εξωτερικό «δημόσιο» χρέος.
Το συνολικό οικοδόμημα της ευρωπαίκής ενοποίησης και όπως ξεκίνησε αλλά και όπως μετεξελίχθηκε είναι προβληματικό, ιδιαίτερα όμως με τη νομισματική του «ολοκλήρωση» στη συγκεκριμένη ομάδα χωρών της ευρωζώνης και με τον τρόπο που πραγματοποιήθηκε όξυνε τις αντιφάσεις του καπιταλισμού και οδήγησε σε ένα πανίσχυρο κέντρο με δορυφοροποίηση τόσο των πιο αδύναμων κρίκων, όσο και των εκτός ευρώ χωρών, δημιουργώντας μια ευρωπεριφέρεια.
Σε όλα τα παραπάνω προβλήματα και αντιφάσεις που συσσωρεύονταν σε όλη τη χρονική περίοδο λειτουργίας του ευρώ που οδηγούσαν στις αποκλίσεις που αναφέρθηκαν ήλθε να προστεθεί η κρίση που ξέσπασε το 2008 ως χρηματοπιστωτική, αρχικά στις ΗΠΑ και στη συνέχεια μεταδιδόμενη και την Ευρώπη, για να αγκαλιάσει το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα, εξελίχθηκε στη συνέχεια για την αντιμετώπιση των άμεσων συνεπειών της σε δημοσιονομική, για να μετεξελιχθεί εν τέλει σε κρίση χρέους των πιο αδύναμων χωρών και κατ’ επέκταση σε νομισματική λόγω της συμμετοχής αυτών στο ευρώ, αλλά και στις ασύμμετρες πολιτικές μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και χρηματιστηριακή κρίση και οδεύει ολοταχώς σε γενικευμένη κρίση του συστήματος, επιστρέφοντας με μεγαλύτερη οξύτητα και λιγότερες δυνατότητες διεξόδων με βάση το σημερινό συσχετισμό δυνάμεων, με αποτέλεσμα να φαίνεται αξεπέραστη.
Εδώ βέβαια έχει ξεκινήσει σε παγκόσμιο επίπεδο ένας πόλεμος όλων εναντίον όλων και τα πρώτα θύματα θα αποτελέσουν οι πιο αδύναμες χώρες και οι πιο αδύναμες κοινωνικές ομάδες στην προσπάθεια και την πάλη για τη διατήρηση και επέκταση ισχύος μεταξύ των κυρίαρχων δυνάμεων, αλλά και της αντίδρασης των λαών και των εργαζόμενων τάξεων απέναντι στις επιθέσεις που δέχονται.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΧΡΕΟΥΣ, ΕΥΡΩ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Το ευρώ αποτέλεσε για τη χώρα μας μια από τις γενεσιουργές – αλλά όχι τη μόνη – αιτίες της κρίσης του «δημόσιου» χρέους, η κρίση όμως του 2008 ήλθε να επιταχύνει και να παροξύνει τις προϋπάρχουσες αντιφάσεις του συστήματος λόγω συμμετοχής στο ευρώ, αλλά και του μοντέλου που κυριάρχησε μεταπολεμικά και μεταπολιτευτικά μετά το 1974 με την κρατική υπερχρέωση να διογκώνεται από τους μηχανισμούς ξένης εξάρτησης, τοκογλυφικής εκμετάλλευσης, παροχών και φοροαπαλλαγών στο κεφάλαιο κλπ.
Δυστυχώς ένα μεγάλο μέρος της αριστεράς, κυρίως της κοινοβουλευτικής, αλλά ακόμη και τμημάτων της εξωκοινοβουλετικής αριστεράς αντιλαμβάνεται την παραμονή στο ευρώ και τους μηχανισμούς της Ε.Ε. και της ευρωζώνης, ως ένα νέο διεθνισμό της εργατικής τάξης και συμπλέει εν τέλει με τις κυρίαρχες δυνάμεις του καθεστώτος, εμποδίζοντας τη διαμόρφωση ριζοσπαστικών και ολοκληρωμένων προταγμάτων που να απεγκλωβίζουν τα λαϊκά στρώματα προσφέροντάς τους μια άλλη πνοή ενότητας και αποτελεσματικού αγώνα. Περιορίζονται έτσι στη διεκδίκηση αποσπασματικών αιτημάτων που δεν έχουν καμία αποτελεσματικότητα, δεν μπορούν να συσπειρώσουν μεγάλες λαϊκές μάζες, εξαιρώντας επί το πλείστον μεγάλα τμήματα των πληττομένων από τις βάρβαρες πολιτικές στρωμάτων και δημιουργούν επιπλέον απογοήτευση και αποδυνάμωση των αγώνων.
Παρά το γεγονός ότι, όπως και η ίδια η αριστερά θα δεχόταν με βάση τη μαρξική ανάλυση, η βαθύτερη ερμηνεία για τη στάση των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων απέναντι στους ταξικούς αγώνες και τα διακυβεύματά τους εδράζεται σε υλικούς μάλλον παρά σε θεωρητικούς ή ιδεολογικούς παράγοντες, οι οποίοι είναι αποτέλεσμα των πρώτων, κρίνουμε σκόπιμο να αναφέρουμε τις θεωρητικές και ιδεολογικές αφετηρίες με βάση τις οποίες διαμορφώνεται η στάση των διαφόρων αριστερών δυνάμεων.
Η πρώτη θεωρητική αφετηρία είναι ότι με τη συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το πεδίο της ταξικής πάλης, έχει μεταφερθεί από τα εθνικά κράτη στην Ευρώπη. Εδώ υφέρπουν δύο βαθιά εσφαλμένες αναγνώσεις του εργατικού διεθνισμού. Η πρώτη είναι ότι η ταξική πάλη ουδέποτε διεξάγεται με ευθύγραμμο τρόπο σε ένα αφηρημένο διεθνικό επίπεδο, αγνοώντας το εθνικό πεδίο. Η αλληλεγγύη μεταξύ της εργατικής τάξης διαφορετικών χωρών σε παγκόσμιο επίπεδο δεν οικοδομείται με αυτοματισμούς. Το δεύτερο ολίσθημα είναι ότι αποδέχεται το «νόμισμα» ευρώ ή τους ολοκληρωτικούς θεσμούς της ευρωζώνης ως ενοποιητικό κρίκο της «ευρωπαϊκής» εργατικής τάξης για να διαμορφώσει αυτή έτσι κοινούς στόχους, απέναντι σε μια ενιαία ευρωπαϊκή αστική τάξη.
Πρόκειται για φανταστικές κατασκευές. Κατ’ αρχάς τα εθνικά κράτη συνεχίζουν να υπάρχουν με τους θεσμούς τους, τα σύνορά τους, τις ιδιαιτερότητές τους, τα διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης, αποτελώντας το πρωταρχικό πεδίο διεξαγωγής της ταξικής πάλης.
Η ταξική διάρθρωση στο εσωτερικό της κάθε χώρας, δεν έχει υπερβεί τα εθνικά σύνορα ώστε να συγκροτείται μια ενιαία υπόσταση κάθε επιμέρους τάξης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν υπάρχει δηλαδή «ευρωπαϊκή αστική τάξη» ούτε «ευρωπαϊκή εργατική τάξη». Εδώ είναι δύσκολο να ενοποιηθούν τα διάφορα τμήματα της εργατικής τάξης μόνο στη χώρα μας, θα ενοποιηθεί αυτόματα σε ευρωπαϊκή κλίμακα;
Γύρω από ποιους στόχους μπορεί να ενοποιηθεί η εργατική τάξη της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας, της Ελλάδας, της Γερμανίας; Την πάλη για διατήρηση των βίαια ανατρεπομένων συνθηκών ζωής των Ελλήνων εργαζομένων; Ενδιαφέρθηκε και πώς η ελληνική εργατική τάξη ή η ελληνική αριστερά για την καταβαράθρωση του επιπέδου ζωής των χωρών τα ανατολικής ευρώπης; Μήπως είναι ο στόχος του σοσιαλισμού που μπορεί να ενοποιήσει τη γερμανική εργατική τάξη με τις υπόλοιπες τάξεις των άλλων χωρών της Ευρώπης, της ΕΕ ή της ευρωζώνης; Και γιατί άραγε δεν τίθεται από αυτήν; Και ποιος σοσιαλισμός, ο ανύπαρκτος «σοβιετικού τύπου» που κατέρρευσε; Είναι ευκολότερη άραγε η συμμαχία μεταξύ εργατικών τάξεων των ευρωπαϊκών χωρών ή μεταξύ των διαφόρων πληττομένων, από το ληστρικό διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, τάξεων και στρωμάτων υπό αναδιάταξη, στη χώρα μας;
Αξίζει να σημειωθεί λοιπόν εδώ ότι σε συνθήκες βαθειάς ύφεσης, όπου μας οδηγεί ενσυνείδητα η πολιτική που εφαρμόζει το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο με τη συμμαχία της ελληνικής ολιγαρχίας και της κυβέρνησης των δωσιλόγων που έχουν εγκαταστήσει, η ταξική διάρθρωση της κοινωνίας δεν είναι αυτή που διαμορφώνει η έστω και διευρυμένη αναπαραγωγή. Η ταξική κινητικότητα η οποία κατευθύνεται πλέον μονόπλευρα σε καθοδική φορά – τη μαζική προλεταριοποίηση των μεσαίων και χαμηλότερων μικροαστικών μαζών, όλων των κατηγοριών – δημιουργεί ένα εκρηκτικό διογκούμενο πόλο, που δεν μπορεί να ερμηνευθεί από την κλασσική μαρξική κατηγορία της εργατικής τάξης, τα δικαιώματα της οποίας υποτίθεται ότι υποστηρίζει η αριστερά.
Επομένως τα τμήματα αυτά της αριστεράς δεν εντοπίζουν σωστά το υποκείμενο στο οποίο απευθύνονται και το οποίο έχει κάθε συμφέρον να ανατρέψει την παρούσα κατάσταση, αυτοπεριοριζόμενες στη διατύπωση αιτημάτων ενός φανταστικού μειοψηφικού υποκειμένου που τίθεται κατ’ αυτήν αντιμέτωπο με το πραγματικό εν δυνάμει κοινωνικό υποκείμενο του αγώνα.
Αν θα θέλαμε να ανιχνεύσουμε τις ταξικές και κοινωνικές προϋποποθέσεις της στάσης της «πλειοψηφίας» της αριστεράς, θα λέγαμε ότι μάλλον συμπαρασύρονται από την αυτονόμηση του συνόλου του πολιτικού προσωπικού της χώρας από τις κοινωνικές δυνάμεις και τη μονόπλευρη τοποθέτησή του στην ξενόδουλη ολιγαρχία, η οποία επέλεξε να συμμετέχει στο αρπακτικό διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο για τη μεταβολή της χώρας σε διεθνές προτεκτοράτο Η διαδικασία αυτή αυτονόμησης έχει ισχυρούς αρμούς στις ποικιλώνυμες ευρωπαϊκές και εθνικές χρηματοδοτήσεις του πολιτικού συστήματος, κομματικές και άλλες, οι οποίες δημιουργούν ισχυρές εξαρτήσεις.
Η ΑΛΛΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ : Ο ΛΑΟΣ ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ
Αν η έξοδος από το ευρώ και η υιοθέτηση εθνικού νομίσματος γίνει μετά από τη μη αναγνώριση και την άρνηση της πληρωμής του χρέους που θα επιβάλει ο λαός και από έναν άλλο συσχετισμό κοινωνικών δυνάμεων, μπορεί να αποτελέσει την έναρξη άσκησης εθνικής νομισματικής πολιτικής για την παραγωγική αναδιάρθρωση και την οικονομική ανόρθωση της χώρας, τη χρηματοδότηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, παράλληλα με την εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, ανοίγεται ένας άλλος ελπιδοφόρος δρόμος για τον ελληνικό λαό και τη χώρα μας. (ΠΡΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου