25 Μαΐου 2013

Σκεπτόμενοι το αδιανόητο: Εγκαταλείποντας ένα νόμισμα

Σκεπτόμενοι το αδιανόητο: Εγκαταλείποντας ένα νόμισμα


[Πηγή: INPRECOR, 25/05/2013]
Η ανεργία στην Ισπανία είναι στο 27%. Οι νέοι εγκαταλείπουν την Πορτογαλία και την Ιρλανδία. Ένας στους τέσσερις Έλληνες λένε ότι έχουν δυσκολία να πληρώνουν για τα τρόφιμα.
Παρά τις προπολεμικές συνθήκες που επικρατούν όμως, η Ευρώπη, δεν έχει κανένα «σχέδιο δράσης» για την ανάκαμψη. Σύμφωνα με τη γερμανικής έμπνευσης στρατηγική για έξοδο από την κρίση του ευρώ, τα κράτη του Νότου που ασφυκτιούν, πρέπει να συνεχίσουν να περικόπτουν τις δημόσιες δαπάνες, να χαμηλώνουν τους μισθούς και να συμπιέζουν τις τιμές μέχρι να γίνουν πάλι ανταγωνιστικά. Με τους τρέχοντες ρυθμούς, θα μπορούσε να πάρει μια δεκαετία ή και περισσότερο για να ολοκληρωθεί η διαδικασία, σύμφωνα με μελέτες της Goldman Sachs.
Με τόσο «πόνο» που υπομένουν, εγείρεται το ερώτημα: Υπάρχει ένα κρίσιμο σημείο στο οποίο οι Ευρωπαίοι απλώς θα πουν, «Αρκετά»;
Σίγουρα οι Ευρωπαίοι έχουν διαμαρτυρηθεί κατά της λιτότητας. Όμως, παρά τους φόβους, καμία χώρα δεν έχει εγκαταλείψει το ευρώ. Η υποστήριξη της άποψης για την παραμονή στο κοινό νόμισμα παραμένει σε υψηλά επίπεδα, αν και υπάρχει ευρεία απογοήτευση με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πάνω από το 60% των Ισπανών, των Ελλήνων, των Ιταλών και των Γάλλων θέλουν να διατηρηθεί το κοινό νόμισμα, σύμφωνα με δημοσκόπηση που δημοσιεύεται αυτό το μήνα από το Κέντρο Ερευνών Pew.
Όσοι μιλούσαν για το τέλος της Ευρωζώνης, και ανέμεναν ότι η Ελλάδα θα αποχωρήσει από την Ευρωζώνη το 2012, έχουν φαινομενικά υποτιμήσει την προθυμία των Ευρωπαίων να συμβιβαστούν με χρόνια κακουχίας αντί να ρισκάρουν μια έξοδο. Αλλά οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι οι οποίοι επισημαίνουν τη σταθερότητα της κοινής γνώμης υπέρ του ευρώ, μπορεί να κάνουν το αντίθετο λάθος.
Τα αποθέματα υπομονής των Ευρωπαίων είναι μεγάλα αλλά σίγουρα πεπερασμένα.
«Το μόνο που αντιστρατευόταν ένα κύμα υποστήριξης της εξόδου μέχρι στιγμής ήταν ο “τρόμος” της εγκατάλειψης»,  λέει ο Simon Tilford, επικεφαλής οικονομολόγος του Κέντρου για την Ευρωπαϊκή Μεταρρύθμιση,  με έδρα το Λονδίνο. Όταν οι άνθρωποι αισθανθούν ότι δεν υπάρχει φως στο τέλος του τούνελ, όμως, «θα αρχίσουμε πιθανότατα να βλέπουμε μια πιο δημόσια συζήτηση σχετικά με το κόστος και τα οφέλη της παραμονής στο ενιαίο νόμισμα», λέει. «Και από τη στιγμή που θα δείτε αυτή τη συζήτηση, τα πράγματα θα μπορούσαν να συμβούν πολύ γρήγορα.»
Έχει συμβεί και στο παρελθόν. Όπως οι χώρες που εντάχθηκαν στη ζώνη του ευρώ, η Αργεντινή στη δεκαετία του 1990 εγκατέλειψε τον έλεγχο στο δικό της νόμισμα, για να καθορίσει την ισοτιμία σε 1-προς-1 με το αμερικανικό δολάριο. Αυτό έριξε τον υπερπληθωρισμό, αλλά επέτρεψε επίσης έναν υπερδανεισμό σε δολάρια που ώθησε προς τα πάνω τους μισθούς και το κόστος των επιχειρήσεων. Όπως η νότια Ευρώπη σήμερα, η Αργεντινή έχασε σε ανταγωνιστικότητα και το νόμισμα της χώρας δεν μπορούσε να υποτιμηθεί για να γίνουν τα προϊόντα της ελκυστικά στο εξωτερικό.
Όπως μέλη της Ευρωζώνης σήμερα, η Αργεντινή έπρεπε να σφίξει τα δόντια και να περιμένει μέχρι οι μισθοί και οι τιμές να πέσουν αρκετά ώστε η χώρα να καταστεί και πάλι ανταγωνιστική. Η «σοφιστεία» εκείνης της εποχής ήταν ότι οι Αργεντινοί θα υπέφεραν κάθε θυσία για να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν το δολάριο. Τόσο ταλαιπωρημένοι ήταν από δεκαετίες πολιτικού και οικονομικού χάους που περιελάμβανε περιόδους τετραψήφιου πληθωρισμού.
«Η υποτίμηση δεν αποτελεί επιλογή για την Αργεντινή» δήλωνε τότε οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας. «Με τόσο υψηλό επίπεδο “δολαριοποίησης”, η υποτίμηση θα ήταν υπερβολικά δαπανηρή.»
Τεχνικά, η Αργεντινή είχε το δικό της νόμισμα για να επιστρέψει, αλλά θεωρήθηκε αδύνατο να υπομείνει το κόστος της εγκατάλειψης της ισοτιμίας, επειδή σχεδόν όλα τα χρέη και οι συμβάσεις των επιχειρήσεων ήταν στο αμερικανικό νόμισμα. Μετά από τρία χρόνια ύφεσης, όμως, οι Αργεντινοί φάνηκε να αποφασίζουν μαζικά πως ό,τι τους περίμενε μετά δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερο από την ατελείωτη κατάθλιψη που απαιτούνταν για να κρατήσουν τα πέσος τους ανταλλάξιμα με δολάρια.
Μια γαλήνια νύχτα, τον Δεκέμβριο του 2001, η μεσαία τάξη βγήκε στους δρόμους του Μπουένος Άιρες, σε μια έκρηξη οργής. Οι ταραχές σε ολόκληρη τη χώρα έριξαν την κυβέρνηση από την εξουσία. Η Αργεντινή προχώρησε σε άρνηση του χρέους αμέσως μετά, και η χώρα εγκατέλειψε την πρόσδεση του πέσο με το δολάριο.
Πόσο παρόμοια είναι η κατάσταση στη νότια Ευρώπη σήμερα; Η οικονομία της Αργεντινής συρρικνώθηκε κατά περίπου 8% κατά τα τρία έτη πριν από την εξέγερση. Μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους, οι οικονομίες της Ιταλίας και της Πορτογαλίας θα έχουν συρρικνωθεί κατά περίπου 8% από το υψηλότερο επίπεδό τους, της Ισπανίας κατά περίπου 6% και της Ελλάδας κατά περισσότερο από 23%, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Οι πολιτικοί της ΕΕ που επαναπαύονται με την φαινομενική δημοτικότητα του ευρώ θα πρέπει να θυμηθούν ότι οι Αργεντινοί υποστήριξαν επίσης ευρέως την πρόσδεση στο δολάριο, μέχρι και τη στιγμή που εξερράγησαν. Σε μια δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 2001 (τον μήνα της εξέγερσης) μόλις το 14% είπε ότι το νομισματικό καθεστώς θα έπρεπε να «σπάσει», το 62% δήλωσαν ότι έπρεπε να διατηρηθεί. Αυτό είναι σχεδόν το ίδιο ποσοστό με των Ισπανών και των Ελλήνων που λένε ότι θέλουν να κρατήσουν το ευρώ σήμερα.
Η Αργεντινή, με τα σκαμπανεβάσματα της από την υποτίμηση και μετά, δεν είναι ένα μοντέλο για την Ευρώπη. Μάλλον, είναι μια προειδοποιητική ιστορία.
Στα τέλη του 2001, ο υπουργός οικονομίας της Αργεντινής αναφέρθηκε στην πρόσδεση της χώρας στο δολάριο ως «μόνιμο θεσμό», του οποίου η αδιανόητη κατάρρευση θα μπορούσε να προκαλέσει «τη διάλυση των βασικών θεσμών της οικονομίας και της κοινωνίας.»  Ένα μήνα αργότερα, είχε καταρρεύσει.
Αυτοί που λένε ότι το ενδεχόμενο της εξόδου χωρών από το ευρώ έχει απομακρυνθεί θα πρέπει να εξετάσουν τις προηγούμενες φορές, όταν οι άνθρωποι θεωρούσαν ταμπού ένα οικονομικό καθεστώς, ακριβώς μέχρι και τη στιγμή που το ανέτρεψαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: