ΒΡΕΤΑΝΙΑ: Το «σκυλάκι» των ΗΠΑ
ΤΟ
ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ ΤΗΣ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΒΑΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΚΗΣ
ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ
του Δρ. William Mallinson
[Πηγή: «Hellenic NEXUS» τ.74 - Μάιος 2013]
Πριν από
μερικά χρόνια, πέρασα από την Πρεσβεία της Βρετανίας στην Αθήνα για να
κουβεντιάσω με τον τότε Πρέσβη, Σάιμον Γκας, με τον οποίον ήμασταν συνάδελφοι
στο Τμήμα Ηνωμένων Εθνών του Foreign Office. Συζητήσαμε για
το Κυπριακό και ζήτησε τη γνώμη μου σχετικώς με μια ενδεχόμενη λύση του. Του
απήντησα εν συντομία και εκείνος αναρωτήθηκε τι θα σκέφτονταν οι Αμερικάνοι.
Αυτού του είδους τον τρόπο σκέψεως τον είχα ξανασυναντήσει όσο υπηρετούσα στο
Διπλωματικό Σώμα. Έπρεπε πάντα να «συμβουλευόμαστε» τους Αμερικάνους. Όταν
εγκατέλειψαν την UNESCO, εμείς
τους ακολουθήσαμε. Όταν τους νοικιάσαμε την αλήστου μνήμης νήσο Ντιέγκο
Γκαρσία, υποκύψαμε στους όρους που εκείνοι έθεσαν και εξαναγκάσαμε τους δικούς
μας μαυριδερούς υπηκόους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, θανατώνοντας με αέριο
ακόμη και τα ζωντανά τους. Όλο αυτό, βεβαίως, ήρθε σε αντιδιαστολή με την εκ
μέρους μας υπεράσπιση των ολόλευκων κατοίκων των Φώκλαντς, για χάρη των οποίων
κηρύξαμε τον πόλεμο στην Αργεντινή.
Αυτή η
θνήσκουσα βρετανική ανεξαρτησία ήταν ένας από τους λόγους που με ανάγκασαν....
να παραιτηθώ από το Διπλωματικό Σώμα της Αυτού Μεγαλειότητος – και αποδείχθηκε ότι πήρα τη σωστή απόφαση: Έκτοτε η Βρετανία χρησιμοποιήθηκε ως βάση για να βομβαρδισθεί η Λιβύη επί Θάτσερ, καθώς και για τη μονομερή επίθεση εναντίον του Ιράκ μαζί με τους Αμερικάνους, επί φρικτής πρωθυπουργίας Μπλερ – μια επίθεση, η οποία βασίσθηκε εξ ολοκλήρου σε ψέματα. Η περίπτωση της Κύπρου, όμως, είναι εκείνη που αποτελεί καλό παράδειγμα για να κατανοήσουμε την αδυναμία της Βρετανίας σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και (για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Έντουαρντ Χηθ) το συνήθειο της χώρας να κρύβεται στη σκιά των ΗΠΑ.
να παραιτηθώ από το Διπλωματικό Σώμα της Αυτού Μεγαλειότητος – και αποδείχθηκε ότι πήρα τη σωστή απόφαση: Έκτοτε η Βρετανία χρησιμοποιήθηκε ως βάση για να βομβαρδισθεί η Λιβύη επί Θάτσερ, καθώς και για τη μονομερή επίθεση εναντίον του Ιράκ μαζί με τους Αμερικάνους, επί φρικτής πρωθυπουργίας Μπλερ – μια επίθεση, η οποία βασίσθηκε εξ ολοκλήρου σε ψέματα. Η περίπτωση της Κύπρου, όμως, είναι εκείνη που αποτελεί καλό παράδειγμα για να κατανοήσουμε την αδυναμία της Βρετανίας σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και (για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Έντουαρντ Χηθ) το συνήθειο της χώρας να κρύβεται στη σκιά των ΗΠΑ.
Μέσα σε
λιγότερο από μία δεκαετία μετά τη φάρσα του Σουέζ του 1956, όταν η Βρετανία
απεσύρθη από την Αίγυπτο, ακολουθώντας αμερικανικές οδηγίες, και μετέφερε τον
κατασκοπευτικό της εξοπλισμό στην Κύπρο, το Foreign Office ήδη
αμφισβητούσε τη βιωσιμότητα της διατηρήσεως των εδαφών που είχε προσαρτήσει από
την Κύπρο κατά τη δήθεν ανεξαρτητοποίηση της τελευταίας το 1960. Οι φασαρίες
του 1963-64 ήταν που ανησύχησαν αρκετά το Foreign Office, για να γράψει
ότι: «Ελάχιστες, όμως, αμφιβολίες υπάρχουν ως προς το ότι, μακροπρόθεσμα, θα
θεωρούνται ολοένα και ενοχλητικότερα τα δικαιώματά μας τόσο τα επί των Βάσεων,
όσο και τα απορρέοντα από τις Συνθήκες – η δε παγκόσμια Κοινή Γνώμη θα τα
θεωρεί ολοένα και αναχρονιστικότερα».
Ήταν,
όμως, η επικροτούμενη από τον Κίσινγκερ εισβολή στην Κύπρο εκείνη που απεδείχθη
το τελικό καρφί στο φέρετρο της βρετανικής ανεξαρτησίας επί θεμάτων
στρατιωτικής και, ως εκ τούτου, εξωτερικής πολιτικής, επαληθεύοντας το σχόλιο
του Ντε Γκωλ ότι «η Βρετανία δεν θα έπρεπε να έχει δική της εξωτερική
πολιτική». Αμέσως μετά την απόβαση των Τούρκων στην Κύπρο, το Foreign Office έγραψε ότι: «Οι στρατιωτικές Βάσεις μας στο νησί
ανέκαθεν αποτελούσαν μάλλον βάρος, παρά πλεονέκτημα […] τουλάχιστον μία ντε
φάκτο και προσωρινή διχοτόμηση του νησιού σε δύο απολύτως διακριτά μέρη
–ελληνικό και τουρκικό– μοιάζει απαραίτητη».
Μια
καλύτερη ματιά στις απόψεις του Foreign Office μας δείχνει πώς
η Βρετανία ενέδωσε στον Κίσινγκερ. Τον Σεπτέμβριο του 1974, μια συνοπτική έκθεση
για τον Υπουργό Εξωτερικών ανέφερε τα εξής: «Ο Υπουργός Εξωτερικών απεφάσισε να
μην θίξει το ζήτημα της κατοχής των Κυριάρχων Περιοχών Βάσεων από τη Βρετανία.
Εάν το θίξει ο Δρ. Κίσινγκερ, ο ΥπΕξ προτίθεται να είναι επιφυλακτικός. Εάν
παραστεί ανάγκη, θα μπορούσε να πει ότι, κατά τη διάρκεια της προσφάτου
κρίσεως, η παρουσία μας στις Κυρίαρχες Περιοχές Βάσεων απεδείχθη εκ των υστέρων
ότι μας έφερε σε δύσκολη θέση. Εάν πιεσθεί να αναφέρει τα συμπεράσματα που
βγάζει από αυτό, θα μπορούσε να πει ότι το μέλλον των Βάσεων θα συζητηθεί κατά
πάσα πιθανότητα στο πλαίσιο της Αμυντικής Ανασκοπήσεως, αλλά ότι οιαδήποτε
περαιτέρω δράση επί του θέματος έχει ανασταλεί μέχρι μετά την εκλογή. Όπως
γνωρίζει ο Δρ. Κίσινγκερ, θα θέλουμε να συζητήσουμε με τους Αμερικανούς όσον
αφορά σχέδια σε παγκόσμια βάση, πριν συνομιλήσουμε με οποιονδήποτε άλλον».
Ο
Κίσινγκερ έγραψε στον Υπουργό Εξωτερικών Κάλλαχαν, στις 16 Νοεμβρίου 1974, τα
εξής: «Εκτιμώ την πρόσκλησή σας να διαβουλευτούμε περαιτέρω επί της Κύπρου πριν
τη λήψη μιας, όπως όλα δείχνουν, εξαιρετικώς δύσκολης αποφάσεως σχετικής με τις
βρετανικές Κυρίαρχες Περιοχές Βάσεων στην Κύπρο. Ζήτησα από τον Ουέλλς
Στέημπλερ, Βοηθό Υφυπουργού Εξωτερικών επί Ευρωπαϊκών Θεμάτων, να ηγηθεί της
ομάδος μας κατά τις συζητήσεις στο Λονδίνο στις 18 Νοεμβρίου με τον Σερ Τζέφρυ
Άρθουρ και τους συναδέλφους του. Θέλω να γνωρίζετε την εδραία πεποίθησή μου ότι
τυχόν εξάλειψη των Κυριάρχων Περιοχών Βάσεων στην Κύπρο θα αποτελούσε παράγοντα
αποσταθεροποιήσεως της ευρύτερης περιοχής, ενθαρρύνοντας τη Σοβιετική Ένωση και
άλλους να πιστέψουν ότι η στρατηγική θέση της Δύσεως έχει αποδυναμωθεί στην
περιοχή, και θα έβλαπτε την δυνατότητα της Δύσεως να αντιδράσει σε απρόβλεπτες
καταστάσεις με ευελιξία. Ως εκ τούτου ελπίζω ότι, όποια απόφαση κι αν θεωρήσετε
ότι είστε αναγκασμένοι να λάβετε, θα είναι αρκούντως ευπροσάρμοστη, ώστε να μην
υπονομεύσει την γενικότερη θέση μας στη Μεσόγειο. Ενώ αφ’ εαυτής η στρατηγική
κατάσταση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να διατηρηθούν οι Κυρίαρχες
Περιοχές Βάσεων, πιστεύω ότι είναι εξίσου σημαντικό να μην αναλάβουμε επί του
παρόντος δράση, η οποία θα μπορούσε δυνητικώς να έχει ως αποτέλεσμα την
δημιουργία περαιτέρω ανησυχίας για την κατάσταση στην Κύπρο».
Μετά τη
συνάντηση, ο Κάλλαχαν έστειλε την εξής απάντηση: «[…] Τα συμπεράσματά μας ως
προς την Κύπρο ήταν ότι, αν και θα προβούμε σχεδόν διαμιάς σε μείωση των εκεί
δυνάμεών μας […], υπό τις παρούσες συνθήκες δεν θα προχωρήσουμε σε εφαρμογή της
πολιτικής που προτιμούμε, ήτοι την ολοκληρωτική αποχώρησή μας από τις Βάσεις.
Το γεγονός ότι η Κυβέρνηση των ΗΠΑ και εσείς προσωπικώς προσδίδετε τέτοια σημασία
στην παρουσία μας στην Κύπρο, σε συνδυασμό με το επιχείρημά σας περί των
αρνητικών επιπτώσεων που θα είχε η αποχώρησή μας από την εν γένει περιοχή,
απετέλεσαν τους παράγοντες που μας οδήγησαν στη λήψη αποφάσεως».
Το
αναπόφευκτο γεγονός, όμως, ήταν ότι η Βρετανία επιθυμούσε να παραιτηθεί των
εδαφών της στην Κύπρο, όπως καθιστά σαφές και το ακόλουθο κείμενο, του Απριλίου
του 1975: «Η Κυβέρνηση των ΗΠΑ είναι πλέον πεπεισμένη ότι τυχόν απόσυρση από
τις Βάσεις μας στην Κύπρο θα είχε αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις στην Ανατολική
Μεσόγειο, με συνέπειες για τη Μέση Ανατολή. Δεν πιστεύουμε ότι θα είχε
σημαντικές επιπτώσεις στις αραβοϊσραηλινές σχέσεις• οι επιπτώσεις της στις
σχέσεις μεταξύ Τουρκίας, Ελλάδος και της Συμμαχίας θα εξηρτώντο από τις
συνθήκες υπό τις οποίες θα ελάμβανε χώρα. Ο Δρ. Κίσινγκερ, μάλιστα, είναι
ιδιαιτέρως ανήσυχος, θεωρώντας ότι θα πρέπει ‘να εξακολουθήσουμε να κατέχουμε
αυτό το τετράγωνο της παγκόσμιας σκακιέρας’, αν και εμείς δεν επιζητούμε πλέον
έναν τέτοιο παγκόσμιο ρόλο. Καίτοι η πολιτική που θα προτιμούσαμε είναι η
πλήρης στρατιωτική αποχώρησή μας από την Κύπρο, αναγνωρίζουμε ότι δεν μπορούμε
να την υλοποιήσουμε επί του παρόντος, δεδομένης της παγκοσμίου σημασίας που
έχει η στενή συνεργασία μας με τους Αμερικανούς. […]
Δοθείσης
της αποφάσεώς μας να μην χρησιμοποιήσουμε στρατιωτικές δυνάμεις στην Κύπρο και
την σχετικώς περιορισμένη πίεση που μπορούμε να ασκήσουμε επί της Κύπρου, της
Ελλάδος και της Τουρκίας, βρισκόμαστε στην απεχθή θέση να έχουμε ευθύνες χωρίς
να έχουμε ισχύ. Το γεγονός αυτό δεν μας έχει δώσει καθόλου πλεονεκτήματα κι
είναι μάλλον προς όφελος των βρετανικών συμφερόντων να εργασθούμε προς την
κατεύθυνση μιας λύσεως, η οποία δεν θα εμπλέκει τη Βρετανία σε τυχόν
υποχρεώσεις εγγυήσεως ή άλλων μακροχρονίων υποχρεώσεων ως προς την Κύπρο. Μια
τέτοια λύση, όμως, είναι απόμακρη και θα είναι ιδιαιτέρως δύσκολο να
επιτευχθεί, όσο διατηρούμε φυσική παρουσία στις Βάσεις».
Έξι μήνες
αργότερα, ο Βρετανός Ύπατος Αρμοστής στην Κύπρο έγραφε ότι οι Βάσεις «δεν ήταν
διαμάντια», σε πλήρη αντιδιαστολή με τον Κίσινγκερ, ο οποίος «ανησυχούσε με την
πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών ως προς την Κύπρο, εν σχέσει προς την επίλυση
του αραβοϊσραηλινού προβλήματος», θεωρώντας το τελευταίο «ως πιο σημαντικό από
τυχόν εχθρότητα της Ελλάδος έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών».
Παρά την
πίεση εκ μέρους του Κίσινγκερ –ο οποίος είχε φθάσει στο σημείο να αποκαλέσει
κυνικά τις Βάσεις «ακίνητη περιουσία»–, οι Βρετανοί διπλωμάτες συνέχιζαν να
είναι ανήσυχοι. Εν συνεχεία μιας ξαφνικής και απρόσκλητης επισκέψεως των
Αμερικανών στις Βάσεις τον Ιούνιο του 1976, η οποία επεβλήθη στους Βρετανούς
σχεδόν απροειδοποίητα, προκειμένου να αξιολογηθεί η δι’ ηλεκτρονικών μέσων
συλλογή πληροφοριών, ο Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου έγραψε ανήσυχος
στον Επικεφαλής του Foreign Office τα εξής:
«Αντιλαμβάνομαι ότι η ΚΕΠ έχει ήδη στη διάθεσή
της μια αποτίμηση της αξίας την οποία έχουν οι εγκαταστάσεις αντικατασκοπείας
στην Κύπρο, τόσο για εμάς όσο και για τους Αμερικανούς. […] Ποια είναι τα
επιχειρήματα υπέρ και κατά της ειλικρινούς συζητήσεως των προβλημάτων μας με
τους Αμερικανούς; Δεν υπονοώ ότι θα πρέπει να διαφανεί ότι υπαναχωρούμε από τις
διαβεβαιώσεις που τους δώσαμε πέρσι, αλλά γνωρίζουν ήδη ότι δεν θέλουμε να
μείνουν εκεί επ’ αόριστον και φαίνεται ότι θα μπορούσαμε κατά κάποιον τρόπο να
διερευνήσουμε τη στάση τους και μήπως βλέπουν κάποιον τρόπο να μας βοηθήσουν,
εντός του πλαισίου της δικής τους επιθυμίας να επεκτείνουν τα δικά τους Ραντάρ
Πέραν του Ορίζοντα (OtHR)».
Σε ένα
έγγραφο του Foreign Office, το οποίο
απευθυνόταν προς το Υπουργικό Συμβούλιο τον Σεπτέμβριο του 1976, στόχος
εξακολουθούσε να είναι η παραίτηση από τις Βάσεις: «Η πολιτική μας θα πρέπει να
εξακολουθήσει να στοχεύει στην πλήρη απόσυρση της στρατιωτικής παρουσίας μας
στην Κύπρο, το συντομότερο εφικτό. Καίτοι ουδεμία των σκοπιμοτήτων οι οποίες
μας οδήγησαν το 1974 να αποδεχθούμε την αμερικανική άποψη ότι πρέπει να
παραμείνουμε στην Κύπρο έχει εισέτι αλλάξει, και δη ουδεμία πρόοδος έχει
σημειωθεί όσον αφορά σε ενδεχόμενη επίλυση του κυπριακού προβλήματος, η
οικονομική μας κατάσταση και, ως εκ τούτου, η δυνατότητά μας να διατηρήσουμε
την στρατιωτική μας παρουσία επί της Κύπρου, έχει επιδεινωθεί σημαντικά».
Κατά τις
αρχές του 1977, οι Βρετανοί εξακολουθούσαν να σκέφτονται σοβαρά την απεμπλοκή
τους: «Δεδομένου ότι είναι απίθανο η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητος να
εξετάσει πιθανή στρατιωτική αποχώρηση από την Κύπρο με ταυτόχρονη διατήρηση κυριαρχικών
δικαιωμάτων επί των Κυριάρχων Περιοχών Βάσεων, τυχόν σχέδιο στρατιωτικής
αποχωρήσεως θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν την ανάγκη μεταβιβάσεως των
κυριαρχικών δικαιωμάτων των Κυριάρχων Περιοχών Βάσεων στην Κυβέρνηση της Κύπρου
[…] Η απώλεια των εκπαιδευτικών εγκαταστάσεων στην Κύπρο θα είναι σοβαρή και
εκφράζεται η ελπίδα ότι θα καταστεί δυνατόν να διαπραγματευθούμε με την
Κυβέρνηση της Κύπρου την εξακολούθηση της εκπαιδεύσεως».
«Αμερικανικές»
Βρετανικές Βάσεις;
Μέχρι τα
τέλη του έτους, όμως, οι Βρετανοί είχαν αρχίσει να συνειδητοποιούν ότι η
«ειδική σχέση» ήταν κατά κάποιον τρόπο σημαντικότερη από την απεμπλοκή τους από
την Κύπρο, ακόμη κι αν το Foreign Office δεν συμφωνούσε
με τα επιχειρήματα του Κίσινγκερ. Ενώ ένα έγγραφο του Υπουργείου Αμύνης ανέφερε
ως συντομότερο δυνατό χρόνο αποχωρήσεως τα μέσα του 1978, η Βρετανία πλέον
εξήταζε την επόμενη καλύτερη επιλογή της: να πληρώνουν οι Αμερικανοί για τις
Βάσεις.
Ο
Υπουργός Εξωτερικών, Όουεν, είπε σε κάποια συνάντηση ότι η πολιτική απόφαση
παραιτήσεως από τις Κυρίαρχες Περιοχές Βάσεων δεν εφαρμοζόταν όσο υπήρχε ακόμη
ελπίδα να σημειωθεί πρόοδος στις διαδικασίες συμβιβασμού. Στην ίδια συνάντηση,
ένας αξιωματούχος είπε στον Όουεν ότι το Foreign Office περίμενε να
ενημερωθεί από τους Αμερικανούς σχετικώς με τη χρηματοδότηση της βρετανικής
παρουσίας, και ότι πίεζαν για απάντηση. Μάλιστα, δύο και πλέον χρόνια νωρίτερα,
οι Αμερικανοί ανησυχούσαν τόσο μήπως οι Βρετανοί παραιτηθούν των Βάσεών τους,
που τους είχαν πει ότι ήταν προετοιμασμένοι και να χρηματοδοτήσουν τις
Κυρίαρχες Περιοχές Βάσεων, «ακόμη και μυστικά, αν απαιτείτο»!
Δεν έχουν
προκύψει ακόμη έγγραφα σχετικά με το αν οι ΗΠΑ πληρώνουν τώρα για τη βρετανική
παρουσία στην Κύπρο, και μια σχετική επερώτηση στο Κοινοβούλιο προς διαλεύκανση
των γεγονότων πολύ πιθανόν να είχε μια απάντηση όπως: «Η Κυβέρνηση της Αυτού
Μεγαλειότητος δεν αποκαλύπτει θέματα που αφορούν στην ασφάλεια της
Επικρατείας». Εάν κάποιος μου ζητούσε να στοιχηματίσω υπέρ της πιθανότητας
όντως να πληρώνουν –με τον έναν ή τον άλλον τρόπο– οι ΗΠΑ, εμμέσως ή αμέσως, θα
πόνταρα αρκετά χρήματα.
Εν
κατακλείδι, η άποψη του Ντε Γκωλ ότι η Βρετανία δεν είχε δική της εξωτερική
πολιτική, αν και ελαφρώς πρόωρη, σίγουρα ευσταθεί. Αν το Σουέζ απετέλεσε σημείο
καμπής στην στρατηγική ανεξαρτησία της Βρετανίας από τις ΗΠΑ, τότε η Κύπρος
μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα τελευταία καρφιά στο φέρετρο της βρετανικής
στρατιωτικής ανεξαρτησίας (αν όχι μόνο σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής). Σήμερα
η Βρετανία δεν μπορεί να εκτοξεύσει τους πυραύλους Κρουζ που διαθέτει χωρίς την
άδεια των Αμερικανών• δεν μπορεί να διώξει τις ΗΠΑ από τις επί βρετανικών
εδαφών Βάσεις της• βασίζεται εκείνη περισσότερο στους Αμερικανούς για συλλογή
πληροφοριών αντικατασκοπείας από ό,τι το αντίθετο, με τις ΗΠΑ να λαμβάνουν το
σύνολο των βρετανικών πληροφοριών (εξ ου και η εμμονή των ΗΠΑ για διατήρηση των
βρετανικών Βάσεων στην Κύπρο)• διατηρεί μια ετεροβαρή συμφωνία εκδόσεως
καταζητουμένων με τις ΗΠΑ• πούλησε το σκέλος ερευνών του Υπουργείου Αμύνης της
σε αμερικανική κοινοπραξία• και παρέδωσε τις εγκαταστάσεις των πυρηνικών
ερευνών της (Άλντερμαστον) στις ΗΠΑ.
Δεν
απετέλεσε έκπληξη το ότι η Βρετανία του Μπλερ συμμετείχε μαζί με τις ΗΠΑ στην
επίθεση εναντίον του Ιράκ, αν και είναι αμφίβολο αν μια κυβέρνηση Φιλελευθέρων
Δημοκρατών θα έκανε κάτι διαφορετικό, όποιο κι αν ήταν το σκεπτικό. Και η
υπόθεση της Κύπρου αποτελεί χρήσιμο παράδειγμα τού πώς η ολοένα αυξανόμενη
ενδοτικότητα της Βρετανίας οδήγησε στη σημερινή πλήρη έλλειψη ανεξαρτησίας της.
ΗΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου