Οι νέες απαιτήσεις της τρόικας
Σκίτσο του Γιάννη Ιωάννου |
[Πηγή: Εργατικός Αγώνας, 01/10/2013]
Μέσα στον
ορυμαγδό των εξελίξεων των τελευταίων ημερών παρά λίγο να περάσουν απαρατήρητες
οι νέες πιέσεις και αξιώσεις της τρόικας προς τη χώρα μας. Η ΕΕ και το ΔΝΤ με
ξεδιάντροπο τρόπο συνεχίζουν να απαιτούν και άλλες θυσίες, και άλλο αίμα από
τον ελληνικό λαό. Πρώτα απ’ όλα απαιτούν νέα φορολογικά μέτρα τα οποία θα
επιβαρύνουν υπέρμετρα τους μικροϊδιοκτήτες. Ζητούν επίσης νέες περικοπές των
συντάξεων και των εφάπαξ. Ο κατάλογος των απαιτήσεων και των εκβιασμών μπορεί
ανά πάσα στιγμή κάλλιστα να διευρυνθεί.
Για μια
ακόμη φορά, η κυβέρνηση, πιστή στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της ντόπιας
ολιγαρχίας και των ξένων δανειστών σπεύδει να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις. Και
πάλι τα φτωχά λαϊκά στρώματα θα πληρώσουν, και πάλι η πλουτοκρατική ολιγαρχία
θα βρεθεί στο απυρόβλητο, ενώ οι δανειστές θα σωρεύσουν νέα πλούτη από το
υστέρημα του ελληνικού λαού.
Για μια
ακόμη φορά, γίνεται φανερό ότι οποιαδήποτε εναλλακτική πολιτική πρόταση δεν
μπορεί παρά να ξεκινά από το κόψιμο του ομφάλιου λώρου με τους δανειστές. Και
αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την απαίτηση για μονομερή διαγραφή του χρέους. Δεν
υπάρχει άλλος δρόμος. Ή διαγραφή, ή υποταγή. Όσο η χώρα συνεχίζει να
υποτάσσεται στις ανάγκες των δανειστών και των εγχώριων εταίρων τους δεν
πρόκειται να υπάρξει διέξοδος.
Μπορούμε
όμως να ζήσουμε χωρίς τους δανειστές; Η αλήθεια είναι ότι αν κάποιος δεν
μπορεί, αυτή είναι η άρχουσα τάξη της χώρας μας. Κι αυτό γιατί δεν μπορεί να
συνεχίσει την κερδοφορία της αν διακόψει τους δεσμούς αίματος που τη συνδέουν
με το αμερικανικό και δυτικοευρωπαϊκό μονοπωλιακό κεφάλαιο, ακόμη και αν στην
παρούσα συγκυρία αυτό συνεπάγεται την υποβάθμιση, του συνόλου ή τμημάτων της,
στο διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας.
Εμείς
μπορούμε!
Είναι,
επομένως, ο ελληνικός λαός καταδικασμένος να ζει ως υποχείριο των δανειστών;
Είναι τέτοια η δύναμή τους που δεν επιτρέπει άλλου είδους οικονομικές και
αναπτυξιακές επιλογές; Είμαστε καταδικασμένοι κάθε λίγο και λιγάκι σε νέα μέτρα
και μνημόνια, στην αφαίμαξη και καταλήστευση του μόχθου και του πλούτου του
λαού από τους δυο δυνάστες, το ξένο και ντόπιο μεγάλο κεφάλαιο;
Όχι μόνο
η ιστορική εμπειρία αλλά και η σύγχρονη διεθνής πραγματικότητα αποδεικνύουν ότι
τα πράγματα δεν είναι έτσι. Το επιχείρημα ότι δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά
είναι απλώς μια φούσκα των προπαγανδιστικών επιτελείων της ολιγαρχίας.
Μια
ριζικά διαφορετική πολιτική και μια ριζικά διαφορετική κυβέρνηση που θα
εξέφραζε και θα στηριζόταν στο λαϊκό παράγοντα θα έπρεπε και θα μπορούσε πρώτα
απ’ όλα να διαγράψει μονομερώς το χρέος το οποίο εξάλλου είναι καρπός της
ασυδοσίας του ξένου και ντόπιου κεφαλαίου. Και πως θα τα βγάζαμε πέρα στη
συνέχεια; Πως θα καλύπτονταν οι τρέχουσες ανάγκες της χώρας μέχρι να βγει
οριστικά από το τούνελ; Σε αυτό υπάρχουν δυο βασικές απαντήσεις.
Η πρώτη
είναι ότι η χώρα μας θα μπορούσε να προσφύγει στη συνεργασία άλλων χωρών
εκμεταλλευόμενη τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και όχι φυσικά για να αλλάξει
το ένα αφεντικό με το άλλο. Αυτό σημαίνει ότι θα μπορούσε να εξασφαλίσει τον
προς το παρόν αναγκαίο δανεισμό και μάλιστα με καλύτερους όρους από τα
τοκογλυφικά επιτόκια που μας επιβάλλουν οι εταίροι μας.
Η δεύτερη
είναι ότι οι ίδιοι οι δανειστές μας θα αναγκάζονταν να μαλακώσουν τη στάση τους
αν βρίσκονταν μπροστά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Θα αναγκάζονταν να καταφύγουν
στη διαπραγμάτευση προκειμένου να μη χάσουν οριστικά, πλήρως και διαπαντός την
πρόσβασή τους στην εγχώρια αγορά και να παραμεριστούν από τους ανταγωνιστές
τους. Το παράδειγμα της στάσης της Βρετανίας έναντι της Σοβιετικής Ένωσης μετά
την επανάσταση δείχνει ακριβώς αυτό: μετά την αρχική προσπάθεια κατάπνιξης της
επανάστασης με τη διεθνή στρατιωτική επέμβαση οι Βρετανοί καπιταλιστές βρέθηκαν
αναγκασμένοι να συναλλάσσονται εμπορικά με τους ταξικούς τους αντιπάλους, χωρίς
βέβαια να παραιτηθούν από την προσπάθεια ανατροπής του σοσιαλισμού. Όλοι
θυμόμαστε τη δήλωση της Μέρκελ ότι η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα
έχει ολέθριες συνέπειες (προφανώς για το μονοπωλιακό κεφάλαιο).
Γενικότερα,
οι διεθνείς οικονομικές σχέσεις της Ελλάδας, οι εισαγωγές και εξαγωγές της,
πρέπει να διαφοροποιηθούν. Η Κίνα, η Ρωσία, η Βενεζουέλα, το Ιράν, η Βραζιλία,
η Ν. Αφρική είναι μερικές από τις μεγάλες ή περιφερειακές οικονομικές δυνάμεις
που θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τη μονομερή εξάρτηση της χώρας μας από τα
πολυεθνικά μονοπώλια των ΗΠΑ και της Δυτ. Ευρώπης. Είναι αναγκαία η ανάπτυξη
οικονομικών σχέσεων με όλα τα κράτη και ιδίως με τα γειτονικά μας σε απολύτως
ισότιμη βάση.
Και
οπωσδήποτε, η απαλλαγή από τα δεσμά της εξάρτησης προϋποθέτει την ενεργητική
συνεργασία, το συντονισμό και τη στήριξη στα λαϊκά κινήματα των άλλων χωρών,
ιδίως της Ευρώπης, των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου που είναι η
γειτονιά μας.
Οικονομική
ανάπτυξη με γνώμονα τα λαϊκά συμφέροντα
Από την
άλλη, χρειάζονται άμεσα μέτρα οικονομικής ανάπτυξης και αναδιανομής του
εισοδήματος σε όφελος των φτωχών. Πρέπει επιτέλους να αρχίσουν να πληρώνουν οι
έχοντες, η ολιγαρχία του πλούτου που θησαύρισε τόσο πριν όσο και κατά τη
διάρκεια της κρίσης. Το φορολογικό σύστημα είναι κομμένο και ραμμένο ώστε να
παίρνει από τους μισθωτούς και τους μικρομεσαίους και να αφήνει στο απυρόβλητο
τα μεγάλα και πολύ μεγάλα εισοδήματα. Τέτοιο ήταν πριν την κρίση, τέτοιο και
χειρότερο είναι σήμερα.
Το
φορολογικό σύστημα επομένως πρέπει να αλλάξει ριζικά για να πληρώσουν επιτέλους
οι έχοντες. Τα μνημόνια, που ενταφίασαν μισθούς, εργασιακά και κοινωνικά
δικαιώματα πρέπει να καταργηθούν.
Απαιτούνται
ακόμη επειγόντως αναπτυξιακά μέτρα. Να ανοίξουν οι δουλειές. Αυτό το έργο
μπορεί να το αναλάβει μόνο ένας εξυγιασμένος και εκδημοκρατισμένος (υπό
εργατικό και λαϊκό έλεγχο) δημόσιος τομέας. Απαιτείται πρώτα απ’ όλα η
εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος ώστε αυτό να μπορεί να καταστεί εργαλείο
μιας φιλολαϊκής αναπτυξιακής πολιτικής. Και όταν μάλιστα λέμε εθνικοποίηση,
εννοούμε εθνικοποίηση και όχι γενικό και αόριστο δημόσιο έλεγχο του τραπεζικού
τομέα όπως υποστηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Μόνο έτσι
μπορεί να αρχίσει να αναπτύσσεται ένας στοιχειώδης σχεδιασμός για τομείς της
βιομηχανικής και αγροτικής παραγωγής που έχει δυνατότητα η χώρα μας να
αναπτύξει, αξιοποιώντας το φυσικό της πλούτο, την παραγωγική εμπειρία και το
επιστημονικό της δυναμικό. Μόνο έτσι μπορεί να στηριχθεί η μικρομεσαία
επιχείρηση, να βοηθηθεί, να ενθαρρυνθεί να παράγει συλλογικά, με σχέδιο και
προοπτική. Μόνο έτσι μπορεί να αρχίσει να μειώνεται η ανεργία και παράλληλα να
ανεβαίνει το βιοτικό επίπεδο των εργατοϋπαλλήλων και των μεσαίων στρωμάτων.
Τα
παραπάνω όμως απαιτούν αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις πολιτικές και
οικονομικές της κατευθύνσεις. Μια
πολιτική ανάπτυξης υπέρ του λαού δε συμβιβάζεται σε καμιά περίπτωση με τα δεσμά
του ευρώ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να αναπτύξουμε
τη ναυπηγική βιομηχανία (και μάλιστα υπό κρατική ιδιοκτησία και με εργατικό και
λαϊκό έλεγχο) παρά μόνο σε αντιπαράθεση με τις κατευθύνσεις της ΕΕ που έχει
επιβάλλει την ιδιωτικοποίηση αλλά και τη συρρίκνωση της ναυπηγικής βιομηχανίας
στη χώρα μας. Δεν μπορούμε επίσης να αναπτύξουμε την αγροτική και κτηνοτροφική
παραγωγή, να επιτύχουμε διατροφική επάρκεια παρά μόνο απειθαρχώντας στις
σχετικές κατευθύνσεις της ΕΕ και περιορίζοντας τις αθρόες εισαγωγές προϊόντων
που κάλλιστα μπορούν να παραχθούν εδώ[1].
Όμως, για
την προώθηση και πολύ περισσότερο την υλοποίηση των παραπάνω στόχων χρειάζεται
η δημιουργία ενός ισχυρού λαϊκού κινήματος και η συγκρότηση ενός λαϊκού μετώπου
κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων στην ανάγκη του οποίου ο Εργατικός Αγώνας
έχει αναφερθεί επανειλημμένα[2].
Δ.
Κ.
[1] Μόνο με μια
τέτοια πολιτική μπορεί να υπάρξει φιλολαϊκή διέξοδος και μπορεί να ανοίξει ο
δρόμος για ένα άλλο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, σοσιαλιστικό, χωρίς κοινωνική
εκμετάλλευση, αδικία, καταπίεση και κρίσεις.
[2] Βλ. για
παράδειγμα http://ergatikosagwnas.gr/EA/index.php/2012-07-09-20-26-42/855-2013-05-26-16-04-28
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου