Οι επόμενες «Lehman Brothers» βρίσκονται στην Κίνα
του Κώστα Ράπτη
[Πηγή: INPRECOR, 10/07/2013]
Η υπερβάλλουσα μόχλευση ποτέ δεν βγαίνει σε καλό. Και πολλαπλασιάζονται οι
ενδείξεις ότι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη εισέρχεται σε περίοδο
απομόχλευσης. Τα χειρότερα έρχονται, καθώς στην Κίνα παραμονεύουν οι επόμενες «Lehman Brothers» του
πλανήτη – πολύ μεγαλύτερες από οτιδήποτε έχουμε γνωρίσει έως τώρα.
Η ασφυξία ρευστότητας αποτελεί πραγματικότητα τις τελευταίες εβδομάδες
στην Κίνα -με το Shibor, το ημερήσιο διατραπεζικό επιτόκιο της Σανγκάης, να έχει εκτοξευτεί, με
αποτέλεσμα οι παραγωγικές επιχειρήσεις να καθυστερούν τις πληρωμές τους ή να
καταφεύγουν ολοένα και περισσότερο στη χρήση γραμματίων αποδοχής, αντί για
ρευστό.
Η έκδοσή τους αυξήθηκε κατά 22% το 2012, σύμφωνα με τη Nomura, η οποία
υπολογίζει σε 6 τρισ. γουάν την αξία των ανεξόφλητων γραμματίων αποδοχής στα
τέλη του περασμένου έτους. Το «κούρεμα» για την προεξόφλησή τους έφτασε από το
3,5% τον Μάιο στο 9,3% την περασμένη Παρασκευή – για να υποχωρήσει κάπως στα
μέσα αυτής της εβδομάδας στο 7,5%.
Όμως, το επίσημο τραπεζικό σύστημα είναι μόνο η μισή εικόνα. Η άλλη μισή
αφορά το παντελώς απροσπέλαστο στις ρυθμιστικές Αρχές «σκιώδες χρηματοπιστωτικό
σύστημα», όπου οι τράπεζες διατηρούν, σύμφωνα με τη Fitch, «έναν
δεύτερο κρυμμένο ισολογισμό», ύψους 2 τρισ. δολαρίων. Εξ ου και, ενώ τα μη
εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών αντιπροσωπεύουν μόνο το 1 % του ισολογισμού
τους, οι κραδασμοί στην «περιφέρεια», ήτοι στα κάθε είδους καταπιστεύματα, funds και
υπεράκτια σχήματα που αντιπροσωπεύουν το ήμισυ κάθε νέας πίστωσης, έχουν
αρχίσει.
Το 50% των δανείων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος πρέπει να
αναχρηματοδοτείται ανά τρίμηνο και το 25% ανά εξάμηνο: το ρίσκο από την
ενδεχόμενη συνάντηση της πιστωτικής ασφυξίας με μια τέτοια εξάρτηση από τον
βραχυπρόθεσμο δανεισμό είναι προφανές.
Όμως, στην πραγματικότητα, όλα αυτά δεν αποτελούν παρά σύμπτωμα του
γεγονότος ότι ένα ολόκληρο μοντέλο ανάπτυξης μέσω πίστωσης φτάνει στα όρια του.
Ο ασιατικός γίγαντας δεν μοιάζει να άντλησε ιδιαίτερα διδάγματα από τη διεθνή
κρίση του 2008, καθώς ο λόγος του συνολικού χρέους προς το κινεζικό ΑΕΠ
εκτοξεύτηκε την τελευταία πενταετία από το 75% στο 200% (έναντι 40% στις ΗΠΑ τα
χρόνια αμέσως πριν από την πτώση της Lehman Brothers ή στην
Ιαπωνία πριν από την κρίση του 1990). Κανείς δεν έχει να επικαλεστεί κάποιο
ιστορικό προηγούμενο και κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ποιος ρυθμός ανάπτυξης
μπορεί να ενισχύσει τον «παρονομαστή» σε βαθμό αντίστοιχο του θηριώδους «αριθμητή».
Άλλωστε, η απόδοση κεφαλαίου περιορίζεται: το πρόσθετο εθνικό εισόδημα
που εξασφαλίζει κάθε γουάν νέας πίστωσης μειώθηκε τα τελευταία τέσσερα χρόνια
από τα 0,85 στα 0,15 γουάν.
Καθώς το χρέος που φωλιάζει στα βιβλία του επίσημου και του σκιώδους τραπεζικού
τομέα οκταπλασιάστηκε σε μία δεκαετία και υπερδιπλασιάστηκε την τελευταία
πενταετία (από τα 9 στα 23 τρισ. δολάρια), η εξυπηρέτησή του έφτασε να
αντιπροσωπεύει πλέον το 30% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τον Γουέι Γιάο της Societe Generale, και οι
κινεζικές επιχειρήσεις θα πρέπει να διαθέσουν φέτος πάνω από 1 τρισ. δολάρια
για την πληρωμή τοκοχρεολυσίων, κατά την «China Securities Journal» – με ό,τι
αυτό σημαίνει για τον περιορισμό της χρηματοδότησης του παραγόμενου προϊόντος.
Η πλεονάζουσα παραγωγική δυναμικότητα σε μεγάλους τομείς της οικονομίας
και η εκτός ελέγχου ανατίμηση των ακινήτων είναι τα άμεσα δεδομένα με τα οποία
η φούσκα φέρνει αντιμέτωπη την κινεζική ηγεσία. Είναι σε αυτό το σημείο που η
πολιτική βούληση του Κινέζου πρωθυπουργού, Λι Κετσιάνγκ, για ομαλή χαλιναγώγηση
του «σκιώδους τραπεζικού συστήματος» αποκτά τον χαρακτήρα του κατεπείγοντος, εν
όψει του διαφαινόμενου τέλους της εποχής του φθηνού χρήματος διεθνώς. Η
κινεζική ηγεσία θεωρεί ότι μπορεί να αντέξει (δεδομένης και της σταδιακής μείωσης
του εργατικού δυναμικού που συρρέει από την ύπαιθρο στις πόλεις) την όποια
κοινωνική πίεση προκαλέσει το «τράβηγμα του φρένου» (ήδη ο δείκτης μεταποίησης
της HSBC έπεσε απότομα τον Ιούνιο στο 48,3), προκειμένου να έχει ελέγξει τη
χρηματοπιστωτική φούσκα πριν από την απόσυρση από την αμερικανική Κεντρική
Τράπεζα του τρίτου προγράμματος ποσοτικής διευκόλυνσης (QE3). Οι
επόμενοι έξι μήνες θα αποδειχτούν κρίσιμοι.
Το γουάν δεν είναι πια υποτιμημένο
Πριν από δέκα χρόνια, για πρώτη φορά τέσσερα γερουσιαστές των ΗΠΑ
καλούσαν με οργισμένη επιστολή τους τον Αμερικανό υπουργό Οικονομικών να
ερευνήσει την Κίνα για χειραγώγηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Έκτοτε, οι ηπιότερα ή δριμύτερα διατυπωμένες καταγγελίες ότι το Πεκίνο
εξασφαλίζει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα υποτιμώντας τεχνητά το νόμισμα του
αποτελούν μια σταθερά των σινοαμερικανικών σχέσεων. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο
«Economist», αυτή η συζήτηση ενδεχομένως να είναι πλέον εκτός εποχής.
Στην πραγματικότητα, το γουάν έχει ανατιμηθεί σε αυτήν τη δεκαετία κατά
35% έναντι του δολαρίου, ενώ στην περίοδο από τον Μάρτιο μέχρι σήμερα κέρδισε
περισσότερο απ΄ ό,τι όλον τον προηγούμενο χρόνο. Από τον περασμένο Νοέμβριο,
μάλιστα, οπότε πρόβαλε στο προσκήνιο η ιαπωνική εκδοχή «ποσοτικής
διευκόλυνσης», το γουάν ανατιμήθηκε έναντι του γεν κατά 20%.
Παρά τον χαμηλό πληθωρισμό (2,1 %) και την υποχώρηση των εξαγωγών και
των ρυθμών ανάπτυξης, το κινεζικό νόμισμα επιμένει να ενισχύεται για λόγους που
έχουν να κάνουν αφενός με μακροπρόθεσμες τάσεις (π.χ., σταθεροποίηση του
εργατικού δυναμικού, άνοδος του εργατικού κόστους), αφετέρου δε με τα υψηλότερα
επιτόκια του κινεζικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η κυβέρνηση του Λι Κετσιάνγκ ενθαρρύνει αυτήν την τάση, στον βαθμό που
προσανατολίζεται σε χαλάρωση των ελέγχων στις ροές κεφαλαίου προς τα τέλη του
έτους – αξιοποιώντας το ισχυρό γουάν για την απορρόφηση των κραδασμών από τυχόν
ανεξέλεγκτες εισροές.
Πηγή:www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου