Από τις φούσκες και την κρίση, στο χείλος του γκρεμού...
[Πηγή: ΒΑΘΥΚΟΚΚΙΝΟ, 14/09/2013]
Οι περίοδοι
κρίσης, όπως ορίζεται η απότομη διακοπή της διαδικασίας συσσώρευσης, πρέπει με
βάση τα εγχειρίδια να αποτελούν τα διαλείμματα, δηλαδή, τις εξαιρετικές εκείνες
περιπτώσεις που ο σχηματισμός πλούτου διακόπτεται στιγμιαία πριν επανέλθει στην
κανονική του τροχιά.
Πλέον, όμως,
η τάση είναι οι περίοδοι αυτές να αποτελούν σχεδόν την κανονικότητα. Μάρτυρας
οι εξελίξεις την παγκόσμια οικονομία πέντε ακριβώς χρόνια μετά την κατάρρευση
της Lehman Brothers, στα μέσα Σεπτεμβρίου του 2008, όταν το
σκάσιμο της φούσκας των υποβαθμισμένων δανείων στην αμερικανική κτηματική αγορά
πυροδότησε τη σοβαρότερη κρίση μετά το μεγάλο κραχ του 1929.
Μόλις μισή
δεκαετία μετά την κρίση του 2008, οι ανισορροπίες που έχουν συγκεντρωθεί στην
παγκόσμια οικονομία είναι εξίσου δηκτικές, λες και κανείς από τους
πρωταγωνιστές της δεν διδάχθηκε το παραμικρό ή καλύτερα, λες και η τάση προς τον
υπερδανεισμό, την κερδοσκοπία και τις φούσκες να αποτελεί εγγενές και
αναπόσπαστο στοιχείο της σύγχρονης οικονομίας.
Πάρτι με
δανεικά στις ΗΠΑ
Η
πραγματικότητα, ωστόσο, αποδεικνύεται πολύ πιο αντιφατική. Ρεπορτάζ της Wall
Street journal την Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου για την αμερικανική
οικονομία υπογράμμιζε την ορμητική επιστροφή του χρέους. Συγκεκριμένα, το
εταιρικό χρέος υπό τη μορφή ομολόγων φτάνει τα 6 τρις δολάρια,
ποσό που είναι κατά 59% μεγαλύτερο από αυτό του 2007.
ποσό που είναι κατά 59% μεγαλύτερο από αυτό του 2007.
Η
υπερδιόγκωση του δανεισμού φαίνεται και από την αύξηση της μόχλευσης -έτσι
αποκαλείται ο βαθμός χρησιμοποίησης δανειακών κεφαλαίων προς τα ίδια- κατά 6%
σε σχέση με το 2008 και κατά 20% σε σχέση με το 2010, σύμφωνα με υπολογισμούς
της IP Morgan.
Με βάση το
ίδιο δημοσίευμα, το ενεργητικό των αμοιβαίων κεφαλαίων που επενδύουν σε
ομόλογα-σκουπίδια πολύ υψηλού ρίσκου ανερχόταν τον Ιούλιο του 2013 σε 285 δις
δολάρια, όταν στο τέλος του 2008 ανερχόταν μόλις σε 92 δις δολάρια.
Κόκκινο
συναγερμό έχουν σημάνει επίσης και τα φοιτητικά δάνεια που κινδυνεύουν να
εξελιχθούν σε θρυαλλίδα που θα πυροδοτήσει τη νέα κρίση, καθώς το ύψος τους
έχει φτάσει τα 1,2 τρις δολάρια και είναι κατά 71% μεγαλύτερο από το προ
πενταετίας επίπεδο.
Το τμήμα δε
των δανείων που η πληρωμή τους έχει καθυστερήσει για πάνω από ενενήντα ημέρες
ισούται με το ένα τρίτο, όταν το 2007 ισούταν σχεδόν με το ένα τέταρτο (24%).
Εντύπωση, τέλος, προκαλεί και η επιμονή με την οποία συνεχίζουν να εμφανίζονται
μέθοδοι «δημιουργικής λογιστικής» που αγγίζουν τα όρια της απάτης, όπως είναι,
για παράδειγμα, η χρησιμοποίηση των ίδιων περιουσιακών στοιχείων ως υποθηκών ξανά
και ξανά.
«Γενικά οι
υπεύθυνοι της ρύθμισης επιδιώκουν να περιορίσουν τον αριθμό των φορών που ένα
χρεόγραφο μπορεί να περάσει σε ένα νέο αντισυμβαλλόμενο, με σκοπό να
περιορίσουν τη μετάδοση στην περίπτωση που μια εταιρεία καταρρεύσει και επίσης
να διαβεβαιώσουν ότι οι επενδυτές και οι αντικριστές γνωρίζουν επακριβώς σε
ποιον κίνδυνο είναι εκτεθειμένοι», ανέφεραν σε άρθρο τους οι Financial
Times στις 6 Σεπτεμβρίου, χωρίς να διαφεύγει της
προσοχής πως το ζητούμενο δεν είναι κάθε περιουσιακό στοιχείο να
χρησιμοποιείται μία και μόνο φορά ως εγγύηση, όπως είναι το φυσιολογικό, αλλά
όσο το δυνατό λιγότερες...
Έτσι, στο
ίδιο άρθρο στέλεχος του ΔΝΤ ενημέρωνε πως, αν πριν από την κατάρρευση της Lehman
Brothers κατά μέσο όρο κάθε περιουσιακό στοιχείο
χρησιμοποιούνταν τρεις φορές, στο τέλος του 2012 ο μέσος όρος είχε πέσει 2,2
φορές. Τέτοια πρόοδος...
Επενδυτική
άπνοια στη Γερμανία
Και στην από
δω μεριά του Ατλαντικού τα μηνύματα δεν είναι πιο αισιόδοξα. Η εικόνα, μάλιστα,
είναι πολύ πιο ανησυχητική από τις γενικά ζοφερές προοπτικές της Ευρωζώνης στις
οποίες αναφέρθηκε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι,
την περασμένη εβδομάδα.
Η ανησυχία πηγάζει από τα σαθρά θεμέλια στα οποία στηρίζονται ακόμη κι οι πιο καλές επιδόσεις, όπως για παράδειγμα της Γερμανίας, οι οποίες για λόγους στατιστικούς συγκαλύπτονται από τους μέσους όρους. Ειδικότερα, αυτό που αποκαλύπτεται με το πέρασμα το χρόνου είναι ότι η Γερμανία επιλέγει συνειδητά να στηρίζει τα ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα στο χαμηλό εργατικό κόστος και όχι στις επενδύσεις, όπως δείχνει η σταθερή μείωση των συνολικών ακαθάριστων επενδύσεων κεφαλαίου από 24% του ΑΕΠ το 1991 στο 18%.
Η ανησυχία πηγάζει από τα σαθρά θεμέλια στα οποία στηρίζονται ακόμη κι οι πιο καλές επιδόσεις, όπως για παράδειγμα της Γερμανίας, οι οποίες για λόγους στατιστικούς συγκαλύπτονται από τους μέσους όρους. Ειδικότερα, αυτό που αποκαλύπτεται με το πέρασμα το χρόνου είναι ότι η Γερμανία επιλέγει συνειδητά να στηρίζει τα ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα στο χαμηλό εργατικό κόστος και όχι στις επενδύσεις, όπως δείχνει η σταθερή μείωση των συνολικών ακαθάριστων επενδύσεων κεφαλαίου από 24% του ΑΕΠ το 1991 στο 18%.
Πρόσφατη δε
μελέτη του ΟΟΣΑ για τη Γερμανία τόνιζε πως οι επενδύσεις στην οικονομική
ατμομηχανή της Ευρώπης είναι από το 2001 σταθερά υποδεέστερες των επενδύσεων
κεφαλαίου των υπόλοιπων χωρών που ανήκουν στο G-7. Ανησυχία
για την ποιότητα και τις κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής μεγέθυνσης στη
Γερμανία πηγάζει και από τις κακές εκπαιδευτικές επιδόσεις της.
Σε χώρες όπως
ο Καναδάς, η Γαλλία, η Ιαπωνία, η Ισπανία, η Πολωνία, οι ΗΠΑ και η Αγγλία ο
αριθμός των πτυχιούχων είναι 10% μεγαλύτερος. Η Γερμανία επίσης μοιράζεται το
θλιβερό ρεκόρ με τις ΗΠΑ να είναι οι μοναδικές χώρες στις οποίες μεταξύ των
νέων ηλικίας 25-34 ετών οι πτυχιούχοι είναι ως ποσοστό ίδιοι ή λιγότεροι σε
σχέση με την προηγούμενη γενιά. Από τη μια γενιά στην άλλη, δηλαδή, δεν
καταγράφηκε καμία αύξηση στον αριθμό των πτυχιούχων.
Πρόκειται για
εξελίξεις που καθιστούν βέβαιο ότι δεν πρόκειται στο ορατό μέλλον να ξαναδούμε
ακόμη και τους ρυθμούς μεγέθυνσης που είδαμε στο παρελθόν. Σύμφωνα με τους Financial
Times στις 4 Σεπτεμβρίου, ως αποτέλεσμα των
παραπάνω, «η αύξηση της παραγωγικότητας στη Γερμανία ήταν μικρή σε σχέση με
τους υπόλοιπους ανταγωνιστές της. Η αύξηση στο ΑΕΠ ανά εργάσιμη ώρα είναι 25%
χαμηλότερη σε σχέση με το μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Με αυτά τα στοιχεία για την
παραγωγικότητα δεν προκαλεί έκπληξη που οι γερμανικές επιχειρήσεις
ανταγωνίζονται μόνο μέσω της μείωσης των σχετικών μισθών και της μεταφοράς της
παραγωγής ανατολικά».
Νομισματική
αναταραχή στην Ινδία
Και στην
Ανατολή, βέβαια, δεν αισθάνονται τόσο καλά, όπως δήλωνε -με μια δεύτερη
ανάγνωση, ομολογουμένως- και ο τίτλος του editorial των Financial
Times («Η εμπιστοσύνη επιστρέφει στον πλούσιο
κόσμο»).
Η αιτία
βρίσκεται στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα στην πρόθεση της ομοσπονδιακής τράπεζας να
αρχίσει σιγά σιγά να μειώνει τα χρήματα που ρίχνει στην αγορά μέσω του
προγράμματος επαναγοράς ομολόγων, τα οποία μέχρι τώρα ανέρχονται σε 85 δις
δολάρια μηνιαίως.
Επί χρόνια
όμως αυτός ο πακτωλός εισέρεε στην περιφέρεια οδηγώντας σε ανατίμηση τα εθνικά
της νομίσματα. Τα δισεκατομμύρια της Ουάσιγκτον επίσης -δεν έφεραν τον
παραμικρό θετικό αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία εντός των ΗΠΑ- συνέβαλαν
σημαντικά στους αλματώδεις ρυθμούς μεγέθυνσης που κατέγραφαν χώρες όπως η
Βραζιλία και η Νότιος Αφρική. Πρελούδιο των τριγμών που υπάρχει κίνδυνος να
επέλθουν όταν σταματήσει η αμερικανική κεντρική τράπεζα να τυπώνει χρήμα
-ουσιαστικά περί αυτού πρόκειται- αποτελεί η νομισματική αναταραχή που
συγκλονίζει την Ινδία με τη μορφή της υποτίμησης της ρουπίας κατά 20% έναντι
του δολαρίου μόνο τους τελευταίους δύο μήνες. Αποτέλεσμα αυτών των τριγμών
θεωρείται η μείωση των ρυθμών ανάπτυξης από 8%-10% που ήταν επί χρόνια στο 5%
για φέτος και του χρόνου.
Νομισματικές
υποτιμήσεις ενδέχεται να αντιμετωπίσουν πολλές ακόμη χώρες που ωφελήθηκαν τα
προηγούμενα χρόνια από τα προγράμματα νομισματικής χαλάρωσης των ΗΠΑ, όπως η
Τουρκία, η Κολομβία, η Νότιος Αφρική, η Αργεντινή, η Βραζιλία, η Ουκρανία.
Εν
κατακλείδι, τόσο στον αναπτυγμένο όσο και στον αναπτυσσόμενο κόσμο, πέντε
χρόνια μετά τη σοβαρότερη κρίση των τελευταίων ογδόντα ετών τίποτε δεν
προδικάζει ότι τα θεμέλια της σύγχρονης οικονομίας είναι λιγότερο σαθρά και ότι
η επόμενη μέρα δεν κρύβει εκπλήξεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου